Εδουάρδο Γκαλεάνο: Ο ονειρικός αφηγητής ενός ελεύθερου (ποδοσφαιρικού) κόσμου

Η πένθιμη ατμόσφαιρα στην Ουρουγουάη, στις 13 Απριλίου του 2015, δεν ήταν τυχαία. Η μικρή χώρα «έχασε» έναν από τους πιο σημαντικούς της ανθρώπους. Το Μοντεβιδέο φορούσε τα μαύρα του. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Εδουάρδο Γκαλεάνο, στα 74 του, ανελήφθη εις τους ουρανούς.

Ας αφεθεί έτσι. Ας παραχωρηθεί το δικαίωμα στην ύπαρξη μετά, προς χάριν του δώρου που κάνει στις ψυχές η ίδια η λογοτεχνία. Στην τελική, δεν πειράζει λίγη κοινοτοπία, από εκείνη που εξαλείφουν οι μοντέρνες ιδέες και η πρωτοτυπία, που, την καημένη, της μέλλει να γίνεται κοινοτοπία τόσο γρήγορα. Ο Ουρουγουανός συγγραφέας δεν ήταν ένας γραφιάς του ποδοσφαίρου, αλλά ένας κήρυκας της δικαιοσύνης. Όπως ο ήρωάς του, ο Ομπντούλιο Βαρέλα, ο Άτλας του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1950, που «χάθηκε στο αεροδρόμιο», μετά την επιστροφή, «φορώντας ένα παλτό αλά Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ», ο Γκαλεάνο έκανε τη δουλειά του και σήκωσε την ανθρωπότητα στις πλάτες του: υπήρξε δηκτικός με την υποκρισία και τον πλούτο, σαδιστικός με τη διαφθορά και σουρεαλιστικός με τους δικούς του ανθρώπους: κάποια στιγμή μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης, αν δεν το έχει ήδη κάνει, τις αλλούτερες ιστορίες του στο «Οι μέρες αφηγούνται», κάτώ από ή δίπλα στα σκαριφήματα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος μισούσε το ποδόσφαιρο. Έγραψε τους «Καθρέφτες» και ανέδειξε, ξανά, το βάθος που μπορούσε να φτάσει η νοημοσύνη του σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Ζητούσε την ελευθερία του ανθρώπου, προκειμένου να αποφασίζει αν θέλει να είναι ελεύθερος. Το ποδόσφαιρο είναι η επιτομή αυτού του δικαιώματος.

Ο Γκαλεάνο το αγαπούσε, γιατί έβλεπε πέρα από το δεσποτισμό και τα χρήματα και καταλάβαινε ότι δεν χρειαζόταν να διαμαρτύρεται συναπτά. Η γραφικότητά του, ούτως ειπείν, ήταν συνδεδεμένη με το ρομαντισμό και όχι με κάθε λογής εμμενή διαμαρτυρία, που είναι ο πιο εύκολος τρόπος για να ξεδίνεις χωρίς οποιαδήποτε αξίωση να αλλάξεις την κατάσταση.

 

Ο κλέφτης, που ήταν το μωρό σε κάθε βάφτιση

Την ίδια στιγμή ήταν αιθεροβάμων και νουνεχής. Είδε στο μουλάτο Αρτούρ Φρίντενραϊχ, με ένα γερμανοπρεπές (εξαιτίας του πατέρα του) επώνυμο με πορτογαλική επίγευση, τα νάματα του jogo bonito. Είδε στο δρόμο την αφήγηση της Ιστορίας ενός γκολ. Έβλεπε, σε κάθε τέλος του Παγκόσμιου Κυπέλλου, άλλη μία τετραετία κατά την οποία οι Αμερικανοί έλεγαν ότι έχουν τον Φιντέλ Κάστρο στο χέρι -και κυκλοφορούσε ακόμη ελεύθερος. Παρατήρησε, στην ανάληψη του Παγκόσμιου Κυπέλλου από το Κατάρ, τα απόβλητα των σατανικών επιχειρηματιών, ήταν μία απόφαση να παιχτεί ποδόσφαιρο σε ένα μέρος χωρίς ποδοσφαιρική μνήμη, έναν τόπο δίχως ποδοσφαιρικό μέλλον. Δήλωνε «ζητιάνος της ομορφιάς του ποδοσφαίρου. Δώστε μου λίγο ποδόσφαιρο!» Και όταν η κουβέντα πήγαινε στον Ντιέγκο Μαραντόνα, μιλούσε με τις λέξεις της αλήθειας: την αποποινικοποίηση, στη συνείδηση του δέκτη, της κλεψιάς, της παραβατικότητας, την απογείωση της πονηριάς, την απερίγραπτη δόξα: «Ήταν υποχρεωμένος να είναι το αστέρι σε κάθε γιορτή, το μωρό σε κάθε βάφτιση και ο νεκρός σε κάθε κηδεία». Τελείωσε το κείμενό του, ας επιτραπεί η παράδοξη ταμπέλα της «νουβέλας των 230 λέξεων», με την εξής μυθική φράση: «Η δόξα είναι ένα ναρκωτικό που προκαλεί μεγαλύτερη καταστροφή απ’ ό,τι η κοκαΐνη. Στις αναλύσεις αίματος και ούρων δεν ανιχνεύεται».

Κάτω από την επιδερμίδα του, ειδικά σε εκείνο το μέρος του κεφαλιού που ήταν καταραμένο -ή ευλογημένο, αφού άφηνε να αιωρείται η αύρα του σοφού στον παρατηρητή- φώλιαζαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλης της Λατινικής Αμερικής. Ο τρόπος του ήταν εκείνου που θα ήθελε να μην έχουν οποιαδήποτε σύνδεση με τις ΗΠΑ, αυτό μάλλον ήθελε να πει ο εμβληματικός Πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγκο Τσάβες, όταν χάρισε το βιβλίο του «Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής», το 2009, στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.

Αυτό θέλουν να πουν όλοι οι μεγάλοι ηγέτες του μέρους του πυρός, ιδιαιτέρως εκείνοι που στα μάτια και τις φακίδες τους φωλιάζει η πανάρχαιη Ιστορία των Μάγιας και των Ίνκας. Αυτό ήθελαν να πουν αυθύπαρκτα ο Χαβιέρ Ζαμοράνο, ο Όμαρ Σίβορι, ακόμα και τώρα αυτό το παιδί που έχασε το δρόμο του, ο Άνχελ ντι Μαρία, που στα φωτεινά μάτια του καθρεφτίζεται μια ελπίδα για την οποία ουδέποτε αναρωτήθηκε.

Είναι ό,τι ο ίδιος ο Γκαλεάνο επιθυμούσε να εκφράσει και το έκανε μέσα από αλληγορίες και φράσεις τις οποίες νόμιζες ότι αμέσως μετά θα ανέλυαν, αλλά υπήρχαν ως πρόλογος και συμπέρασμα μαζί. Ο συγγραφέας ήταν ένας εραστής αέναος και αεικίνητος, απατημένος και απαιτητικός, πάντως κινούνταν στο δρόμο του έρωτα με ό,τι και να καταπιανόταν -και το ποδόσφαιρο δεν είναι απλώς ο τόπος που αυτό ενδείκνυται, αλλά το επιβάλλει κιόλας. Δεν το ξέραμε κι εμείς, γλυκέ Εδουάρδο, πριν εμφανιστείς με την πένα σου από το φτερό χήνας για να περιγράψεις τι έκανε ο Πελέ στον Μαζούρκεβιτς και να καταστήσεις αβελτηρία το να περιγραφεί ότι απλώς άφησε την μπάλα και πήγε από πίσω του. Δεν έγινε έτσι, αλλά μια πεταλούδα φτερούγισε και άφησε τρούφες από στάχτη, μία εκ των οποίων χτύπησε το μαλακό, σοκολατένιο εγκεφαλικό κύτταρό του, όχι, όχι, δεν το χτύπησε, το άγγιξε, το ψηλάφησε ευγενικά στην εικονική μύτη του και του έδωσε αυτήν την ιδέα να εκμεταλλευτεί το χώρο και να τον προσπεράσει. Και μετά, ότι το γκολ δεν μπήκε πόσο λίγη σημασία είχε…

«Ουδείς είδε τον άγριο λύκο στο χορτάρι» 

Ο Γκαλεάνο δεν σπαταλούσε το χρόνο του για να γράφει για το ποδόσφαιρο. Τον εκτιμούσε. Ένα γκολ του Αλφρέδο Πεδερνέρα παρουσιάστηκε σε σούπερ μάρκετ, ο Ούβε Ζέελερ έμοιαζε μονίμως να κουβαλά ένα μεγάλο ποτήρι με μπύρα, μέχρι να μπει στο γήπεδο, ο Λεονίντας έφτασε στον ουρανό για να κάνει το πρώτο ψαλιδάκι, ο Γκερντ Μίλερ ήταν μεταμφιεσμένος σε μια ηλικιωμένη γυναίκα και «ουδείς είδε τον άγριο λύκο στο χορτάρι».

Παρ’ όλο που οι λέξεις έμοιαζε να υπερίπτανται πριν βρουν τη θέση τους στο χαρτί και οι παικταράδες γίνονταν ακόμα καλύτεροι, αυτό που έκανε ο γεννημένος στις 3 Σεπτεμβρίου του 1940 στο Μοντεβιδέο συγγραφέας, είναι να περιγράφει ό,τι αγαπάει ο φίλαθλος περισσότερο ακόμα και από το ίδιο το ποδόσφαιρο: το φαντασιακό ποδόσφαιρο. Το σχηματισμό της στιγμής, την αγωνία της αποκάλυψης, τη μαρτυρία μίας αλληλουχίας γεγονότων που δεν γνώριζε, άρα δεν είχαν γίνει, αλλά τώρα έχουν συμβεί -και εκείνος με κάποιον τρόπο τα ξέρει περισσότερο ακόμα και από την περίπτωση να ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Ο Γκαλεάνο δεν θα φειδόταν τους επαίνους στους τερματοφύλακες και τους αμυντικούς στα «Χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» και στο «Ποδόσφαιρο στη σκιά και το φως». Θα τους χαιρέτιζε όπως έκανε με τους μεγαλύτερους αρτίστες του.

Και, στο τέλος, θα έβγαζε μια κραυγή ενθουσιασμού, διότι για όλη τη ζωή του το ποδόσφαιρό (του) επέζησε οποιασδήποτε σαθρότητας, οποιουδήποτε δόλου, οποιασδήποτε «νταβατζίδικης» συμπεριφοράς, όπως εκείνης του πρώην προέδρου της FIFA, Σεπ Μπλάτερ, που «δεν έχει κλωτσήσει ποτέ μπάλα, όμως κυκλοφορεί με μία λιμουζίνα 25 μέτρων, που οδηγά μαύρος σοφέρ». Ο Γκαλεάνο, εν ολίγοις, έδειξε ότι μερικές δόσεις από εθελοτυφλία δεν κάνουν κακό ή, εν πάση περιπτώσει, αν είναι να αγαπάς κάτι, παράβλεψε εκείνους που θέλουν να το καταστρέψουν. Νίκησε αυτήν τη μάχη με το στρόβιλο των δικών σου συναισθημάτων.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News