Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον: Ο πυγμάχος που άλλαξε το μποξ έφυγε χωρίς να θυμάται τον εαυτό του!

Ο Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον πέθανε στις 12 Απριλίου 1989 από Αλτσχάιμερ. Δεν αναγνώριζε, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τους γύρω του και τον εαυτό του. Κρίμα. Έφυγε από τον κόσμο χωρίς να θυμάται ότι ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους πυγμάχους στην Ιστορία. 

Είθισται, στην πυγμαχία, να αναφέρεται καθ’ εκάστη ο άγραφος κανόνας: κορυφαίοι στον κόσμο είναι πάντα εκείνοι που μετέχουν στην κατηγορία βαρέων βαρών. Από τον Τζακ Τζόνσον και τον Τζακ Ντέμπσεϊ στον Τζο Λούις και τον Ρόκι Μαρτσιάνο, από τον Σόνι Λίστον και τον Μοχάμεντ Αλί στον Τζο Φρέιζερ στον Τζορτζ Φόρμαν, από τον Μάικ Τάισον και τον Εβάντερ Χόλιφιλντ στον Λένοξ Λιούις, τους αδελφούς Κλίτσκο (Βλαντίμιρ και Βιτάλι, δηλαδή το νυν δήμαρχο του Κιέβου) και τον Τάισον Φιούρι, έκαστος εξ αυτών διεκδικούσε και διεκδικεί για τον εαυτό του τον τιμητικό τίτλο «ο καλύτερος μποξέρ του κόσμου» και, έπειτα, αναλόγως της κυριαρχίας τους, του θετικού ρεκόρ τους και της ποιότητας των υπόλοιπων πυγμάχων, τη θέση τους στην Ιστορία.

Ουδείς, άλλωστε, παίρνει στα σοβαρά τον Φλόιντ Μέιγουεδερ, που λέει ότι είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών: Ο «Money», που όταν ξεκίνησε την καριέρα του αυτοαποκαλούνταν «Pretty Boy», έχει τελειώσει με 50-0, αλλά ποτέ δεν πήρε τα ρίσκα, παρ’ όλο που αντιμετώπισε άπαντες: τον Μιγκέλ Κότο, τον Ρίκι Χάτον, τον Μάρκος Μαϊντάνα, τον Σέιν Μόζλεϊ, τον Ζαμπ Τζούντα, τον Αρτούρο Γκάτι, ο Λουίς Καστίγιο, τον Ντιέγκο Κοράλες, τον Όσκαρ ντε λα Χόγια και, βέβαια, τον Μάνι Πακιάο. Του αποδίδεται δόλος στις επιλογές, ότι, δηλαδή, δεν μπήκε στο πεδίο της μάχης έχοντας έναν αντίπαλο στην καλύτερη φόρμα του και, επιπλέον, ότι διάλεγε χαρακτηριστικά που τον βόλευαν. Αυτό, βεβαίως, κάνει επίσης τον σπουδαίο πυγμάχο, παρ’ όλα αυτά οι επαΐοντες αναφέρουν ότι δεν πάει καν κοντά στον Ρόι Τζόουνς τζούνιορ, τουλάχιστον στη μάχη του pound for pound, αφού ναι μεν έφτασε από τη super featherweight στη welterweight, αλλά δεν διένυσε έξι κατηγορίες, όπως ο πιο ταλαντούχος μποξέρ των 90s, που έφτασε να φορέσει τη ζώνη των βαρέων βαρών, έστω και με αντίπαλο τον «ξεφτισμένο» και βολικό Τζον Ρουίς.

Από την άλλη μεριά, οι γνώστες του σπορ κάνουν σκόντο για τον Ρέι Ρόμπινσον, που έφερε τη… ζάχαρη στο μποξ. Το προσωνύμιο «Σούγκαρ», άλλωστε, ουδόλως τυχαίο είναι για έναν πυγμάχο που είχε 19 ήττες στην καριέρα του.

Κάθε μέρα στο ρινγκ και… 20 αγώνες το 1941! 

Το άνωθεν παρατεθειμένο στατιστικό είναι λογικό να δημιουργήσει επιπρόσθετα ερωτήματα. Παρ’ όλα αυτά, ό,τι χρειάζεται να ληφθεί υπόψη στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο συνολικός αριθμός αγώνων: ο γεννημένος στην Άιλι της Τζόρτζια Γουόκερ Σμιθ τζούνιορ, καρπός του Γουόλτερ Σμιθ του πρεσβύτερου και της Λάιλα Χαρστ, έδωσε στην επαγγελματική καριέρα του… 201 αγώνες και αυτό έγινε σε ένα διάστημα 25 ετών. Ακόμα και σε αυτήν την εξωφρενική διάρκεια, η σούμα βγάζει σχεδόν 8 αγώνες ανά έτος!

Τη στιγμή που αν κάποιος ξεκινήσει την επαγγελματική καριέρα του τον Οκτώβριο του 2022 θα αγωνιστική ξανά τον Απρίλιο του 2023, ο Ρόμπινσον μπήκε επαγγελματικά για πρώτη φορά στο ρινγκ στις 4 του δέκατου μήνα του 1940 και είχε δώσει, μέχρι να φύγει ο χρόνος, έξι αγώνες. Το 1941, αν θέλει το πιστεύει κάποιος, μπήκε στο ρινγκ επισήμως 20 φορές (!), από τρεις Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Απρίλιο. Αυτοί οι απίθανοι αριθμοί διανθίζονται με τους 85 αγώνες που είχε δώσει ως ερασιτέχνης, σε κανέναν εκ των οποίων έχασε, ενώ, ο θρύλος το θέλει, έβγαλε 69 νοκ άουτ, τα 40 στον πρώτο γύρο. Για να ηττηθεί στην επαγγελματική καριέρα του έπρεπε να φτάσει η 5η Φεβρουαρίου του 1953 και ο θρυλικός αγώνας με τον Τζέικ λα Μότα, που όχι μόνο κατέληξε σε νίκη του τελευταίου έπειτα από ομόφωνη απόφαση, αλλά ήταν ένας από τους κύριους λόγους που ο Μάρτιν Σκορσέζε αποφάσισε να κάνει το «Οργισμένο είδωλο». Ο «Σούγκαρ» αντάμωσε έξι φορές με τον Λα Μότα στο ρινγκ και είχε μία ισοπαλία και τέσσερις νίκες, η τελευταία εκ των οποίων ονομάστηκε «Μακελειό του Αγίου Βαλεντίνου». Ήταν 14 Φεβρουαρίου του 1951, όταν ο Ρόμπινσον έβγαλε τον Ιταλοαμερικανό νοκ άουτ, το πρώτο της καριέρας του τελευταίου, στον 13ο από τους 15 γύρους που θα έδιναν και αποθεώθηκε στη… Γαλλία, αφού μισούσαν τον Λα Μότα για τη νίκη του επί του Μαρσέλ Σερντάν το 1949. Τον φώναζαν «Le Sucre Merveilleux».

Τα στατιστικά και οι τίτλοι έχουν τη δική τους σημασία: ο Ρόμπινσον θριάμβευσε στη welterweight, τη middleweight (μεσαίων βαρών) και τη light heavyweight (ελαφρών βαρέων βαρών), αν και η υπεράσπιση του τίτλου για την πρώτη κατηγορία, που πήρε στο Κλίβελαντ με τη νίκη του επί του Τόμι Μπελ, στις 20 Δεκεμβρίου του 1946, ήταν πικρή ιστορία. Το τεχνικό νοκ άουτ που έβγαλε τον Τζίμι Ντόιλ στο ίδιο ρινγκ, στις 24 Ιουνίου 1947, ήταν οι τελευταίες στιγμές στη ζωή του νεαρού πυγμάχου, ο οποίος πέθανε στο νοσοκομείο, παραδομένος στα τραύματά του.

Το σύμβολο της συμμετρίας και η ζάχαρη προς τιμή του

Ο Ρόμπινσον, που διάλεξε αυτό το όνομα όταν δανείστηκε ταυτότητα φίλου του και του κόλλησε μια κυρία το παρατσούκλι του, όταν σχολίασε ότι «είναι γλυκός σαν ζάχαρη» κατά τη διάρκεια ενός αγώνα του στο Γουότερταουν της Νέας Υόρκης, έμοιαζε να χορεύει στο ρινγκ. Ισχυριζόταν ότι ο ρυθμός είναι το άπαν. Ο ίδιος υπήρξε ο τέλειος πυγμάχος και μάλλον είναι εκείνος για τον οποίο βγήκε ο όρος «Sweet Science», που οι μποξέρ ξέρουν ότι περιγράφει ακριβώς τη μάχη στο ρινγκ. Μπορούσε να παίξει σε κάθε στυλ και με κάθε όρο: όταν έβγαλε νοκ άουτ τον Ρόκι Γκρατσιάνο, του αμόλησε δύο διαδοχικά αριστερά χουκ, πριν τον αποτελειώσει με ένα δεξιό τζαμπ. Διέπρεπε κρατώντας με το τζαμπ του τον αντίπαλο πυγμάχο σε απόσταση, αφού ήταν γνήσιος μποξέρ, αλλά σαν μαχητής δεν πήγαινε πίσω, καθώς απολάμβανε και την… ελάχιστη απόσταση. Αν κάνας αντίπαλος έκανε το αστείο να κατεβάζει το αμυντικό χέρι του όταν του εξαπέλυε επίθεση, η κόντρα μπουνιά δεν έβλεπε από πού του ερχόταν. Έμοιαζε να βρίσκεται δυο και τρεις κινήσεις μπροστά.

Η κίνησή του ήταν γεμάτη χάρη και, παρ’ ότι έδινε πολλούς αγώνες ήταν σπάνια απροετοίμαστος: Στον τελευταίο αγώνα του, το 1965, τον σήκωσαν, για να τον τιμήσουν, δύο από τους πυγμάχους από τους οποίους είχε ηττηθεί (και βέβαια τους είχε νικήσει): ο Τζιν Φούλμερ και ο Κάρμεν Μπαζίλιο. Τελείωσε την καριέρα του με 174 νίκες με 109 νοκ άουτ, 6 ισοπαλίες και 19 ήττες και δεν υπήρξε κατάσταση που δεν έζησε στο ρινγκ. Ήταν η επιτομή της συμμετρίας, δυνατός και κινητικός, με μυαλό που δούλευε σαν τον έλικα ιπτάμενου οχήματος στο απόγειο της ισχύος και της ταχύτητάς του. Η κομψότητά του τον έκανε σταρ και εκτός ρινγκ: ανήκε στην κοινωνική ελίτ της Νέας Υόρκης και στο εστιατόριό του, «Sugar Ray’s», σύχναζε ο Φρανκ Σινάτρα, σε ταινία του οποίου, το αστυνομικό «Ο Ντετέκτιβ», του 1968, εμφανίστηκε. Είχε επιπλέον παρουσίες στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, κυρίως για να βγάλει κάνα φράγκο: όταν τελείωσε την καριέρα του, δεν του είχε μείνει κάτι και στο μικρό σπίτι που στέγαζε τη σχέση του με τη δεύτερη και τελευταία σύζυγό του, χορεύτρια Έντνα Μέι Χόλι, την οποία παντρεύτηκε το 1944, αφού είχε χωρίσει από την πρώτη σύζυγό του, Μάρτζορι Τζόσεφ, την οποία παντρεύτηκε μόλις στα 17 του, το 1938, δεν χώρεσε το τρόπαιο που του απονεμήθηκε τη βραδιά της 10ης Δεκεμβρίου του 1965, όταν πια είχε ανακοινώσει ότι θα αποχωρούσε οριστικά του μποξ.

Η πρώτη αποχώρηση έγινε το 1952 και η χορευτική κλίση του, η οποία στο ρινγκ ήταν ολοφάνερη, τον οδήγησε στο δρόμο της… κλακέτας. Όμως, οι επενδύσεις του απέτυχαν και επέστρεψε στις 5 Ιανουαρίου του 1955 στο ρινγκ, σε έναν αγώνα με τον Τζο Ρίντον που κατέληξε σε νοκ άουτ υπέρ του, όπου παρέμεινε και για την επόμενη δεκαετία. Το 1967 διαγνώστηκε με διαβήτη και ακολούθησε θεραπεία με ινσουλίνη και στις 12 Απριλίου του 1989, 21 μέρες πριν κλείσει τα 68 του -γεννήθηκε στις 3 Μαΐου του 1921- το Αλτσχάιμερ τον αποτέλειωσε στο σπίτι του στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια. Το «Σούγκαρ», που χρησιμοποίησαν για παρατσούκλι οι επίγονοί του, Ρέι Λέοναρντ και Σέιν Μόσλεϊ, προς τιμή του, ενώ το ίδιο ίσχυε και με αθλητές άλλων σπορ, όπως ο Ρέι Ρίτσαρντσον, παίκτης του μπάσκετ που στο λυκόφως της δεκαετίας του ’80 και το λυκαυγές του ’90 ήταν ο Αμερικανός της Βίρτους Μπολόνια, τότε Κνορ, όταν κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων απέναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης, που ήταν και ο πρώτος ευρωπαϊκός τίτλος της.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News