Μιχάλης Κούσης: Ο Έλληνας θεός του μαραθωνίου που πέθανε κάνοντας τζόκινγκ!

Εν αρχή ην ο… Σπύρος Λούης και ο Χαρίλαος Βασιλάκος, στη συνέχεια ο Στέλιος Κυριακίδης και μετά ο Μιχάλης Κούσης.

Κάθε δύο γενιές ο ελληνισμός έβγαζε μαραθωνοδρόμους που γινόντουσαν σημείο αναφοράς διεθνώς. Οι πρώτοι με τα κατορθώματά τους στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Κυριακίδης με τη νίκη του στο Μαραθώνιο της Βοστώνης και ο τελευταίος με τις μεγάλες διεθνείς επιτυχίες του και ένα παγκόσμιο ρεκόρ που κράτησε… είκοσι μέρες.

Το ιστορικό του άκυρου παγκοσμίου ρεκόρ 

Ήταν Σεπτέμβριος του 1979, το ημερολόγιο έγραφε 28. Ο Μιχάλης Κούσης μια εξαϋλωμένη από τα πολλά χιλιόμετρα προπόνησης φιγούρα δρομέα, ετοιμαζόταν να τρέξει στο μαραθώνιο των Μεσογειακών Αγώνων στο Σπλιτ της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Οι πιθανότητες διάκρισης ήταν μεγάλες…

Δυόμιση μήνες νωρίτερα στις 13 Αυγούστου είχε ξεσηκώσει το πανελλήνιο με το θρίαμβό του στους Βαλκανικούς Αγώνες, αν και η συμμετοχή είχε επιβεβαιωθεί την τελευταία στιγμή. Χιλιάδες κόσμος βρέθηκε τότε κατά μήκος της διαδρομής και στο Παναθηναϊκό στάδιο. Ο χώρος τερματισμού είχε γεμίσει από κόσμο. Ήταν η πρώτη ελληνική νίκη στη διοργάνωση των εκλεκτών της χερσονήσου του Αίμου, έπειτα 39 χρόνια και το χρυσό μετάλλιο του Αθανάσιου Ραγάζου στη Βαλκανιάδα της Κωνσταντινούπολης, περίπου τρεις εβδομάδες πριν το ηχηρό «ΟΧΙ» της Ελλάδας στους Ιταλούς φασίστες. 

Η νίκη του Κούση στη Βαλκανιάδα, αλλά και ο πρότερος αθλητικός του βίος, με τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ και την ηρωική προσπάθειά του στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πράγας, όπου τερμάτισε 10ος, είχαν γεννήσει μεγάλες προσδοκίες για μια ακόμα διάκριση.

Ο 26χρονος τότε Αγρινιώτης, δεν ξεπέρασε απλά τις προσδοκίες, αλλά με ένα φρενήρη ρυθμό έκοψε πρώτος το νήμα σε 2:06.53, την καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στο μαραθώνιο. Ένα ανεπίσημο παγκόσμιο ρεκόρ, καθώς η IAAF δεν αναγνώριζε τότε τον όρο λόγω της διαφορετικότητας στη μορφολογία του εδάφους των εκάστοτε μαραθωνίων. Αυτός ο χρόνος διέλυε το προηγούμενο ρεκόρ, 2:08.34 του Αυστραλού Ντέρεκ Κλέιτον, που κράταγε από το 1969. 

Η φήμη του Κούση ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας, των Βαλκανίων, της λεκάνης της Μεσογείου. Είχε γίνει παγκόσμιος! Ο αγώνας μεταδόθηκε ζωντανά από την ΕΡΤ και πρόσφερε ανείπωτη χαρά στους Έλληνες που δεν ήταν μαθημένοι εκείνη την εποχή σε μεγάλες επιτυχίες.

Η ευφορία δεν κράτησε πολλές μέρες. Τρεις εβδομάδες αργότερα οι Γιουγκοσλάβοι διοργανωτές ανακοίνωσαν ότι η απόσταση ήταν μικρότερη κατά 899 μέτρα. Ακόμα κι έτσι, με πρόχειρους υπολογισμούς ο Κούσης θα πετύχαινε έναν χρόνο κάτω από 2:10 γύρω στο 2:09.30. Σκεφτείτε ότι εν έτει 2022 το πανελλήνιο ρεκόρ παραμένει το 2:12.04 του Σπύρου Ανδριόπουλου από το 1988. 

Τα πρώτα χρόνια στο Αγρίνιο

Ο Μιχάλης Κούσης αγωνίστηκε σε δύο ακόμα Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1980 και το 1984, στους Πανευρωπαϊκούς της Αθήνας το 1982, κέρδισε τους Βαλκανικούς του 1981 και ήρθε 4ος στο φημισμένο μαραθώνιο της Βοστώνης το 1980. Δεν ξαναπλησίασε την απίστευτη επίδοση του Σπλιτ. Στο Άμστερνταμ το 1982 ήρθε 4ος και σημειώσει την επίδοση με την οποία έμελλε να κλείσει το βιβλίο των ατομικών ρεκόρ του, 2:14.36.

Ο Κούσης ξεκίνησε τον τρέξιμο το 1969 στη ΓΕΑ ύστερα από παρότρυνση του αδελφού του, που ήταν επίσης δρομέας. Πρώτος του προπονητής ήταν ο Γρηγόρης Μπενέκας, ο οποίος έχει πει για τον Κούση για να τονίσει την αγωνιστικότητά του: 

«Ήταν τόσο το πείσμα του, ώστε σε έναν αγώνα 3.000 μ.  στο Καραϊσκάκη στην εκκίνηση ένα αθλητής τον πάτησε στον Αχίλλειο τένοντα τραυματίζοντας τον σοβαρά. Τερμάτισε ξυπόλητος, ποτίζοντας το ταρτάν με το αίμα του. Μετά το τέλος του αγώνα χρειάσθηκαν 20 ράμματα». 

Η απογείωση με τον Ιγκλόι

Αυτός που τον μετέτρεψε σε δρομέα διεθνών προδιαγραφών ήταν ο φημισμένος προπονητής αποστάσεων, Μιχάι Ιγκλόι. Ο Ούγγρος κόουτς είχε αναπτύξει την περίφημη interval προπόνηση με δύο διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα στην ημέρα. Σπριντ μέχρι τα 400 μ. και χαλαρό τρέξιμο στα διαλλείματα από τη μία και μεγάλες αποστάσεις μέχρι και 35 χιλιόμετρα από την άλλη. Έτσι ανέπτυσσε την αντοχή και την ταχύτητα στους αθλητές του. Με την προπόνηση αυτή αθλητές του στην Ουγγαρία και στις ΗΠΑ, όπου μετακόμισε αργότερα, πέτυχαν 49 παγκόσμια ρεκόρ και 35 ευρωπαϊκά. 

Στην Ελλάδα ήρθε το 1970 και η δουλειά του φάνηκε αμέσως αναδεικνύοντας αθλητές όπως οι Ζαχαρόπουλος, Κοντοσώρος, Παπαχρήστος, Κούρτης και Ανδριόπουλος. Ο καλύτερος μαθητής του, ωστόσο, ήταν ο Μιχάλης Κούσης. Δούλεψαν μαζί 15 χρόνια και ο Αγρινιώτης ήταν ίσως ο μοναδικός που ακολουθούσε πιστά όλο το πρόγραμμα της πολύ απαιτητικής προπόνησης. «Έχει μεγάλη ανθεκτικότητα», έλεγε συνεχώς γι’ αυτόν ο Ιγκλόι.

Στους αγώνες έμπαινε πάντα για να πρωταγωνιστήσει και όχι για ένα καλό πλασάρισμα. Γι’ αυτό και «κολλούσε» πάντα στο γκρουπ των πρωτοπόρων και… όσο άντεχαν τα πόδια του και οι ανάσες του ακολουθούσε. 

Ο άνθρωπος Μιχάλης Κούσης

Ήταν ένας από τους δημοφιλείς Έλληνες αθλητές και σταθερό μέλος της εθνικής ομάδας από το 1971 μέχρι το 1987. Στην Αθήνα μετακόμισε το 1972.

Λάτρευε τον Τσε Γκεβάρα και τον Μίκη Θεοδωράκη. Το προφίλ του επαναστάτη δεν ταίριαζε με την Ελληνική Χωροφυλακή, όπου είχε διοριστεί ως επίλεκτος αθλητής και την εγκατέλειψε για να δουλέψει στον ΟΤΕ. Μόνη του σχέση με τα όπλα, το αγαπημένο του χόμπι, το κυνήγι.

Το 1995 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα του, πρωταθλήτρια του μήκους Πίτσα Σούλα (που τον αποκαλούσε τρελό για τη σκληρή προπόνηση που έβγαζε…) την κόρη του Μαρία και το γιο του Θανάση. Δεν σταμάτησε ποτέ να γυμνάζεται και έδειχνε έτοιμος ανά πάσα στιγμή να μπει σε ένα μαραθώνιο και να αγωνιστεί. Πέθανε αιφνίδια από ανακοπή στις 24 Μαΐου του 2005, σαν σήμερα στο πάρκο Σέιχ Σου, ενώ έκανε το καθημερινό του τζόκινγκ.

Οι μετά θάνατον τιμές

Ο Δήμος Αγρινίου από την επόμενη κιόλας χρονιά και σε ετήσια βάση διοργανώνει ημιμαραθώνιο και αγώνες δρόμου διαφόρων αποστάσεων προς τιμή του, ενώ και το ΔΑΚ της πόλης φέρει το όνομά του.

Πλήθος από τα αθλητική κειμήλια του Μιχάλη Κούση βρίσκονται από το 2012 στο Μουσείο του Μαραθωνίου Δρόμου στο Μαραθώνα, έπειτα από δωρεά  της συζύγου του.

Η κόρη του Μαρία ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο MIT, στο Χάρβαρντ και στο Ντιουκ. Ασχολείται με τη γενετική εστιάζοντας στην ανατομία των μηχανισμών που προκαλούν νευρολογικές και νευροεκφυλιστικές διαταραχές. Αν και από αθλητική οικογένεια ανακάλυψε το τρέξιμο μετά τα 30. Οι Βοστωνέζοι, τίμησαν την ίδια και τον πατέρα της προσκαλώντας την να αγωνιστεί στο μεγάλο μαραθώνιο της πόλης στα 40 χρόνια από την 4η θέση του Μιχάλη Κούση.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News