Ο Φουντούλης δεν χρησιμοποίησε λαϊκισμό στην αγάπη

Στα 33 του, ο σπουδαίος διεθνής περιφερειακός επιστρέφει στον Ολυμπιακό για το πιο… γόνιμο και σοφό μέρος της καριέρας του.

Η αποχώρηση του Θοδωρή Χατζηθεοδώρου από τον Ολυμπιακό, το 2010, άφησε το σκουφάκι με το νούμερο 5 αμανάτι. Πριν το καλοκαίρι της κρίσης, ένα χρόνο μετά, κάποιος έφερε να το φορέσει. Οι «ερυθρόλευκοι» είχαν αποκτήσει τον Γιάννη Φουντούλη το 2009 από τον ΝΟ Χίου ως επιθετικό όπλο, οπότε ο τότε 21χρονος Χιώτης ανέλαβε το σκουφάκι και για τον ίδιο δεν ήταν πολύ βάρος, άλλωστε οι παίκτες του πόλο δεν έχουν το δικαίωμα να διαλέγουν τα νούμερα που φορούν. Έχουν παρέλθει 12 χρόνια από τότε και ο Φουντούλης επέστρεψε στην ομάδα πόλο Ανδρών του Ολυμπιακού ύστερα από δύο σεζόν -ουσιαστικά, όμως, μία- ενδεχομένως για να κλείσει την καριέρα του, πάντως σίγουρα για να κατακτήσει ξανά το Champions League, κάτι που είπε λίγο πριν αναχωρήσει το καλοκαίρι του 2019 για την Ουγγαρία, προκειμένου να παίξει με τη Φερεντσβάρος.

Ανήμερα της επετείου

Θέλει να ξαναπάρει το Champions League

Η επιστροφή του έγινε στις 9 Ιουνίου, την ημερομηνία που στον Ολυμπιακό θα θυμούνται για πάντα και με συγκινητικό τρόπο, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, θα θυμιζουν τα δημοσιεύματα των επόμενων χρόνων, αφού αυτό έγραφε το ημερολόγιο το 2018, όταν το συγκρότημα του Θοδωρή Βλάχου, παίζοντας ένα από τα πλέον ιδανικά παιχνίδια που έχει κάνει ποτέ ελληνική ομάδα σε οποιοδήποτε σπορ σε διεθνή διοργάνωση, νίκησε την τωρινή πρωταθλήτρια Ευρώπης, Προ Ρέκο, 9-7 στη Γένοβα, μέσα στη δική της έδρα, για να κατακτήσει το Champions League.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Φουντούλης είναι ο μόνος παίκτης που έχει συμμετάσχει στους τρεις τελευταίους τελικούς του Champions League. Ο Ολυμπιακός, ένα χρόνο μετά, στο Αννόβερο, έφτασε στα πέναλτι την αναμέτρηση με τη Φερεντσβάρος, από την οποία ηττήθηκε με συνολικό σκορ 14-13. Και πριν λίγες μέρες, στο Βελιγράδι, φορούσε το σκουφάκι της ουγγρικής ομάδας, η οποία έχασε 9-6 από την Προ Ρέκο.

Το σίγουρο είναι ότι ο ίδιος στοχεύει σε τέταρτο διαδοχικό τελικό, ειδικά από τη στιγμή που στο δεξιό φτερό της επίθεσης του Ολυμπιακού θα δεσπόζει η φυσιογνωμία του Φιλίπ Φιλίποβιτς, μία ανακοίνωση που έγινε μετά την κατάκτηση του ένατου διαδοχικού πρωταθλήματος της Α1 Ανδρών από τον Ολυμπιακό και πριν καν τη συμμετοχή του στο Final 8 του Βελιγραδίου, το μόνο μελανό σημείο που ήρθε από την ήττα, 22-9, από την Μπαρτσελονέτα στον προημιτελικό.

Με τη Φερεντσβάρος, ο πλέον 33χρονος πολίστας πήρε το ευρωπαϊκό Super Cup και δύο Κύπελλα Ουγγαρίας. Συμμετείχε μόνο σε μία διοργάνωση πρωταθλήματος η οποία τελείωσε και η ομάδα του αποκλείστηκε στα ημιτελικά από την OSC, επίσης από τη Βουδαπέστη, με το γκολ του Μπάλας Έρντελι 7’’ πριν τη λήξη του τρίτου και καθοριστικού ημιτελικού. Ήταν, όμως, η Σζόλνοκ που κατέκτησε το πρωτάθλημα. Το ταξίδι του είχε καθαρά την αξία της εμπειρίας και μόνο ο ίδιος ξέρει πόσο κοντά βρέθηκε να μην το κάνει, αφού οι συζητήσεις με τους Ούγγρους είχαν ξεκινήσει πριν το Final 8 του 2019, όταν η μέλλουσα ομάδα του και εκείνη που τίμησε κατά το δέον για μία δεκαετία αντάμωσαν στον τελικό. Ένας από τους λόγους ήταν, βεβαίως, και ο Ντένες Βάργκα, τον οποίο καμάρωσε, στο Ευρωπαϊκό της Βουδαπέστης το 2019, να κατακτά το χρυσό μετάλλιο, παίρνοντας τον τίτλο που του έλειπε και, κυρίως, νικώντας έναν τελικό μπροστά στους συμπατριώτες του και ο οποίος, ύστερα από μια εντυπωσιακή καριέρα, αντάξια των φαινομενικών ικανοτήτων του μέσα στο νερό, θα κρεμάσει το σκουφάκι του στο τελευταίο δευτερόλεπτο του τελευταίου παιχνιδιού της μεγάλης Ουγγαρίας στους Ολυμπιακούς του Τόκιο.

Απλώς τώρα ένιωσε ότι είχε έρθει η ώρα να γυρίσει στο σπίτι του.

 

Η γενιά της σιωπής

Μετά το «θόρυβο» της προηγούμενης φουρνιάς, οι πολίστες που πήραν τα ηνία μετά τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου ήταν αναγκαστικά σεμνοί

Ο Φουντούλης ανήκει σε μια πολύ ιδιαίτερη γενιά πολιστών. Ο επιθετικός προσδιορισμός δεν αφορά απαραιτήτως στην ικανότητές της, αν και, εδώ που τα λέμε, ούτε το ουσιαστικό είναι ακριβές. Δεν πρόκειται για ακριβώς μία γενιά, αλλά για ένα φάσμα παικτών που ουσιαστικά «βγήκαν» μετά το 2005 και το χάλκινο μετάλλιο που κατέκτησε η εθνική πόλο Ανδρών στο Μόντρεαλ. Ήταν εκείνοι που δεν πρόλαβαν να γίνουν πρώτα ονόματα σε καταστάσεις αρκετών χρημάτων και, κυρίως, αυτοί που θα συνδέονταν με ένα σερί αποτυχιών στο ελληνικό πόλο. Ο ίδιος ο Χιώτης το 2006, μέσω της απουσίας των περίφημων στασιαστών, βρέθηκε στα 18 του στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Βελιγραδίου, με προπονητή τον Σάντρο Καμπάνια. Η στρατιωτική θητεία του αναχαίτισε την ενδεχομένη διαρκή παρουσία του με τη γαλανόλευκη και όταν επέστρεψε στο ρόστερ για να μείνει, από το 2009 και ύστερα δηλαδή, βρέθηκε σε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα γέμιζε το καλάθι του με απογοητευτικές πορείες και, λίγο αργότερα, αποκλεισμούς σε διαδοχικούς ημιτελικούς. Ταυτοχρόνως, στη μετάβαση ήταν και ο Ολυμπιακός, στον οποίο «ξεπετάχτηκε», επιδεικνύοντας ηγετικές τάσεις, το χειμώνα του 2010 και από το καλοκαίρι του 2011, με νέο προπονητή, τον Θοδωρή Βλάχο, έγινε εκείνος πάνω στον οποίο «χτίστηκε» η ομάδα.

Ως εκ τούτου, μέτρησε μια πενταετία κατά την οποία το πόλο βρισκόταν σε διαρκή οικονομική πτώση, η Εθνική έμοιαζε να έχει άγνοια για τον τρόπο που θα έμπαινε στην τετράδα μιας διοργάνωσης -αλλά προς επίρρωσιν, βρήκε τον τρόπο, με τους «παλιούς», που προσέθεσε ο Ντράγκαν Άντριτς στο ρόστερ, να δώσει το «παρών» στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου του 2012- ενώ και ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να φτάσει στην τελική φάση του Champions League. Αυτό έφερε, όμως, τα δικά του λαμπρά αποτελέσματα: Απέκτησε, ουσιαστικά, τα σύνδρομα του «ερασιτέχνη αθλητή».

Μέχρι τα 27 του και το χάλκινο της Εθνικής του Καζάν -με το δικό του γκολ στον προημιτελικό με την Αυστραλία να οδηγεί το ματς στα πέναλτι- το οποίο της έδωσε την απευθείας πρόκριση στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου, ο Φουντούλης και οι παίκτες της γενιάς του, όπως ο Κώστας Μουρίκης και ο Χριστόδουλος Κολόμβος, αλλά και οι κατατί μεταγενέστεροι, ο Άγγελος Βλαχόπουλος και ο Αλέξανδρος Γούνας, αισθάνονταν κατατί παραμελημένοι, γενικώς ανασφαλείς, ως εκ τούτου υιοθέτησαν μια πιο σεμνή συμπεριφορά από τους περισσότερο φωνασκούντες ομολόγους τους ενός παρελθόντος που θυμόντουσαν ανάγλυφα, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν σύνδεση με το παρόν.

Οι τίτλοι και η βόλτα με το αυτοκίνητο

Ο μεγάλος έπαινος που εισέπραξε από τον Γιόζιπ Πάβιτς μετά τον τελικό του Αννόβερου

Η δουλειά, όμως, όπως και να έχει, άρχισε να αποδίδει καρπούς -και το ίδιο έκανε η σιωπή. Ένα χρόνο μετά το βάθρο του 2015, ο Ολυμπιακός έπαιξε στο Final 6 της Βουδαπέστης, όπου, με το θαύμα του Άγγελου Βλαχόπουλου στον ημιτελικό με τη Σζόλνοκ, έπαιξε στον τελικό με τη Γιουγκ. Το τρόπαιο κατέληξε σε κροατικά χέρια, με το 6-4 της 4ης Ιουνίου του 2016, όμως αυτό εδραίωσε τη θέση του Ολυμπιακού, που πλέον μετρά πέντε διαδοχικές τελικές φάσεις στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση. Με την Εθνική, που μετά το 2016 έγινε ο αρχηγός της, κέρδισε προσφάτως, ξανά μέσω της ψυχοφθόρου πορείας της σε ένα προολυμπιακό τουρνουά, με αντίπαλο, μάλιστα, στο παιχνίδι της πρόκρισης την πάντα επίφοβη Ρωσία, το εισιτήριο για το Τόκιο και πλέον είναι βέβαιο ότι ο ίδιος δεν θα είναι εκεί ότε και αν έρθει η ώρα το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα να μην πάει σε Ολυμπιακούς, κάτι που έχει να συμβεί από το… 1976.

Ο ίδιος, όμως, έχει συνδεθεί με τον Ολυμπιακό. Η επιστροφή του σημαίνει ότι το ερυθρόλευκο σκουφάκι θα φορά στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του, όπως έκανε και ο φίλος του και λίγο μεγαλύτερος από εκείνον, Γιώργος Ντόσκας. Μόλις τελειώσει, ενδεχομένως γυρίσει έκπληκτός πίσω και διαπιστώσει πως όσα έχει καταφέρει είναι τόσο εντυπωσιακά, θα καταλάβει ακόμα περισσότερο αυτό που, παραφρασμένο, προ διετίας δήλωσε ο Κροάτης τερματοφύλακας Γιόζιπ Πάβιτς, όταν σταμάτησε την καριέρα του μετά τον τελικό του Αννόβερου, ότι «όπως ο Γιάννης πρέπει να είναι όλοι οι Έλληνες αθλητές».

Τότε έπρεπε να πάρει το αυτοκίνητό του και να πάει μια βόλτα για να αποφορτιστεί από το ψυχικό βάρος της κουβέντας. Τώρα μπορεί να απολαύσει τις στιγμές της επιστροφής του, όπως και εκείνης του έτερου Κροάτη, Άντρο Μπούσλιε, αλλά και τις προσθήκες του συμπατριώτη του, τερματοφύλακα Μάρκο Μπίγιατς, και του Μαυροβούνιου περιφερειακού Ζόραν Ράντοβιτς και να βάλει πλώρη για την τελευταία τριετία της καριέρας του, που θα είναι το τελευταίο μέρος της, εκείνο κατά το οποίο θα γίνει σοφότερος και θα καλύψει τα μικρά κλικ της εκρηκτικότητας και της ταχύτητας με την εμπειρία και τη σκέψη.  

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News