Συνέντευξη Αντώνης Βλοντάκης: «Έτσι χτίστηκε ο Ολυμπιακός που κατέκτησε την Ευρώπη»

Στο μίνι Ιωβηλαίο του Ολυμπιακού, τα 20 χρόνια από την κατάκτηση του Champions League μετά το 9-7 στον τελικό με τη Χόνβεντ στη Βουδαπέστη, ο Αντώνης Βλοντάκης, με συνέντευξή του στο sportday.gr, αντανακλά εκείνη την εποχή και μιλά κυρίως για το χτίσιμο της ομάδας που κατέκτησε την Ευρώπη.

Photo Credits: Eurokinissi | Κλόντιαν Λάτο

Με πέντε, πια, τελικούς Champions League, ο Ολυμπιακός είναι μία από τις ομάδες που έχουν αφήσει φαρδύπλατο το αποτύπωμά τους στο διεθνές στερέωμα του πόλο Ανδρών. Το πρώτο… αίμα ήρθε στη Βουδαπέστη, στις 25 Μαΐου του 2002, με το 9-7 επί της Χόνβεντ. Οι «ερυθρόλευκοι» έκαναν… περίπατο στο Νησί της Μαργαρίτας και μετά το 8-5 επί της Γιουγκ Ντουμπρόβνικ στον ημιτελικό, μια ρεβάνς για τον τελικό της Κροατίας την προηγούμενη χρονιά, κατέκτησαν το τρόπαιο του Champions League.

Από εκείνη τη στιγμή έχουν συμπληρωθεί 20 χρόνια και ο Αντώνης Βλοντάκης, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες φουνταριστούς όλων των εποχών, δεν το πιστεύει πώς πέρασε όλος αυτός ο καιρός. Στη συνέντευξή του στο sportday.gr, ξεκινάει πραγματικά από την… Άρτα και φτάνει στα Γιάννενα. Μιλάει για τα νάματα αυτής της ομάδας, την εμπειρία του με τους τρεις προπονητές που έπαιξαν το σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία της, τον Νίκολα Στάμενιτς, τον Ντράγκαν Ματουτίνοβιτς και τον Ζόλταν Κάσας, τη σχέση του με τον Μάκη  μοιράζεται την ιστορία με το ληγμένο διαβατήριο πριν το Final 4 και προσπαθεί να εξηγήσει τη χαλαρότητα με την οποία αντιμετώπισε εκείνος ο Ολυμπιακός τη μεγάλη πρόκληση. Επιπλέον, μιλάει για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 και το σπασμένο χέρι του, το «καταραμένο» καλοκαίρι του 2006, αλλά και τη μετακίνησή του στον Εθνικό, το καλοκαίρι του 2002, που ξεσήκωσε θύελλα στον Πειραιά. Τέλος, επαναλαμβάνει για χάρη μας τη μνημειώδη ατάκα που είχε πει μετά τη λήξη του Final 4 του Κυπέλλου του 2002 στον Βόλο, όταν, αφού ρωτήθηκε τι είναι φουνταριστός, απάντησε «φουνταριστός είναι εκείνος που τρώει ξύλο για να πηγαίνει ο Χατζηθεοδώρου στα μπουζούκια».  

Η ομάδα του Ζόλταν Κάσας, που παρατάχθηκε στην πισίνα «Άλφρεντ Χάγιος» είχε ως εξής: Μάκης Βολτυράκης, Γιώργος Ψύχος, Αντώνης Βλοντάκης, Σάκης Πλατανίτης, Θοδωρής Χατζηθεοδώρου, Γιάννης Θωμάκος, Δημήτρης Κραβαρίτης, Πέταρ Τρμπόγεβιτς, Θέμης Χατζής, Θοδωρής Καλακώνας, Αρσένης Μαρούλης, Αλέξανδρος Γιαννιώτης, Νικόλας Δεληγιάννης. Τρία γκολ πέτυχε ο Καλακώνας, από δύο ο Χατζής και ο Χατζηθεοδώρου, από ένα ο Θωμάκος και ο Πλατανίτης.

«Το υλικό υπήρχε, η ορχήστρα του Ολυμπιακού ήταν έτοιμη, χρειαζόμασταν μαέστρο. Και ήρθε ο Στάμενιτς»

Θέλω να το πάμε χρονολογικά. Από την πιο προσοδοφόρα φουρνιά του ελληνικού πόλο σε επίπεδο Παίδων και Εφήβων μέχρι το πώς φτιάχτηκε ο Ολυμπιακός του 2002 και ποιο ρόλο έπαιξαν οι προπονητές και οι παίκτες.

Ό,τι με ρωτήσεις, θα απαντήσω.

Πας στον Ολυμπιακό στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έχετε στη Δουνκέρκη ήδη το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο, θεωρείστε από τις σπουδαιότερες φουρνιές, αποδειχθήκατε αργότερα η σπουδαιότερη. Μπαίνετε και στην εθνική Ανδρών σιγά σιγά. Πώς πήγες εσύ στον Ολυμπιακό;

Καταρχάς, θα είναι παράλειψη μεγάλη να μην αναφέρουμε και την ομάδα που πήρε το πρώτο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό του ’92, σε επίπεδο Εφήβων. Οι «73άρηδες». Αυτό ήταν το πρώτο μετάλλιο του ελληνικού πόλο και εμείς είχαμε αυτό ως όραμα, να επαναλάβουμε μια αντίστοιχη επιτυχία. Έτσι ήρθε σιγά σιγά, με πολύ κόπο, πολλή δουλειά και πολύ ταλέντο. Ήταν ευτυχής συγκυρία που βρεθήκαμε μια τόσο καλή φουρνιά, έτσι, όμως, καταφέραμε να πάρουμε το μετάλλιο στη Δουνκέρκη. Στον Ολυμπιακό πήγα γιατί, αφού έπαιζα στα Χανιά, ήμουν πρώτος στο χωριό και η φιλοδοξία μου ήταν να γίνω πρώτος στην πόλη. Ήρθα το ’97 στον Ολυμπιακό και δυστυχώς τα πράγματα δεν πήγαν όπως ήθελα. Η πρώτη μου χρονιά στον Ολυμπιακό θα μπορούσα να πω, τώρα πλέον, ότι στέφθηκε με αποτυχία. Δεν ήμουν καθόλου καλός, δεν βοήθησαν την ομάδα μου όσο θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να χάσουμε το πρωτάθλημα από τη Βουλιαγμένη.

Βέβαια, ουδέν κακόν, λέει, αμιγές καλού. Γιατί το υλικό υπήρχε, η ορχήστρα ήταν έτοιμη, χρειαζόμασταν μαέστρο. Ήρθε ο μαέστρος. Και με πάρα πολύ κόπο, με πάρα πολλή δουλειά, βρήκε ένα διψασμένο για διάκριση υλικό, με πολύ ταλέντο, ένας ένας. Αν αναφέρω τους αθλητές δηλαδή… Για πολύ ταλέντο. Καταφέραμε να κατακτήσουμε το πρωτάθλημα, καταφέραμε να βρεθούμε στον τελικό του Κυπελλούχων εκείνη τη χρονιά. Δεύτερο διαδοχικό πρωτάθλημα με τον Νίκολα Στάμενιτς, γιατί αυτός είναι ο μαέστρος που ήρθε. Η ομάδα έμαθε πόλο σε σωστές βάσεις, γιατί, μέχρι τότε, αν ρωτήσεις και τους τότε συμπαίκτες μου, θα σου πουν ότι νομίζαμε πως ξέραμε πόλο. Εγώ από «village player», όπως με αποκαλούσε τότε, έγινα πολύτιμο γρανάζι στη δική του μηχανή και ουσιαστικά η βάση, θεωρώ εγώ, για όλες τις μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού πόλο, ήταν αυτά τα δύο χρόνια του Ολυμπιακού.

Ο Στάμενιτς έφερε στην Ελλάδα ένα νέο σύστημα, ένα άλλο επίπεδο δουλειάς, πάνω σε αυτό το επίπεδο δουλειάς και πάνω σε αυτήν την τεχνογνωσία πάτησαν κι άλλοι προπονητές και καταφέραμε σαν χώρα να ανέβουμε σκαλιά. Ο Ολυμπιακός, εννοείται ότι, με την υποδομή των δύο χρόνων του Στάμενιτς, με ένα χρόνο με τον Ματουτίνοβιτς, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός προπονητής και αυτός… Έχω πει κατά καιρούς ότι μία μίξη Ματουτίνοβιτς με Στάμενιτς είναι ο τέλειος προπονητής, φτάσαμε στο Champions League, στον τελικό, χάσαμε στην παράταση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου την επόμενη χρονιά, τον Κάσας, αλλά δεν έχει καμία σημασία, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, λοιπόν, και κατακτήσαμε εύκολα το Champions League.

Κάνατε πλάκα.

Δεν το πιστεύαμε ούτε οι ίδιοι ότι ήμαστε τέσσερα και πέντε γκολ διαφορά.

Υπήρχαν φήμες ότι σας έλεγε ο Στάμενιτς ότι δεν θα προλαβαίνατε να πηγαίνετε για καφέ και ότι θα προετοιμαζόσασταν σαν να παίρνατε μέρος ως Εθνική σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.

Βασικά, δεν μας το έλεγε καν, δεν είχαμε χρόνο για καφέ, τελεία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου κάποιες προπονήσεις. Θυμάμαι μία προετοιμασία που είχαμε πάει στο Καρπενήσι. Φαντάζεται κάποιος ειδυλλιακό τοπίο, ποτάμια, νερά, έλατα, ωραίο φαγητό. Θυμάμαι ότι φτάσαμε στο σημείο, ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές μας -το έμαθα αργότερα αυτό- μας είχε τέσσερις ώρες μέσα στο νερό, μπήκαμε στις εννιά και βγήκαμε στη μία. Σκίζονταν τα χέρια μας, είχαν μαλακώσει τόσο πολύ που σκιζόταν το δέρμα. Χώρια το γυμναστήριο, χώρια την απογευματινή προπόνηση. Φτάναμε στο σημείο και στις πέντε ώρες λέγαμε ότι έχουμε άλλες δύο ώρες προπόνηση. Δηλαδή εφτά ώρες προπόνηση. Όπως καταλαβαίνεις, ναι, δεν υπήρχε χρόνος για κάτι άλλο, ήταν η ομάδα στοχοπροσηλωμένη, ήθελε να φτάσει ψηλά. Αυτό ήταν η μαγική συνταγή, δεν είχε να κάνει μόνο με τον Στάμενιτς. Ο Στάμενιτς εξαιρετικός προπονητής, άριστος γνώστης του αθλήματος, όμως πέτυχε μία ομάδα με πάρα πολλή όρεξη, με δίψα για διάκριση.

Αυτό, για κάθε παίκτη ξεχωριστά, αποτέλεσε επιπλέον κίνητρο. Μου είπες ότι ξέρατε πόλο, αλλά πώς οι φιλοδοξίες καθενός από εσάς ταίριαξαν μεταξύ τους;

Τρανταχτό παράδειγμα, γιατί για να πετύχεις κάτι, πρέπει να πιστέψεις. Άπαξ και πιστέψαμε, όπως οι μαθητές τον Χριστό πιστέψαμε τον Στάμενιτς. Μας έλεγε «πηδάτε», πηδάγαμε, «κολυμπάτε», κολυμπάγαμε. Ήταν στρατιωτική πειθαρχία. Τρανταχτό παράδειγμα, λοιπόν, για το πώς μπορεί ένας αθλητής να αλλάξει, είναι ο Μάκης ο Βολτυράκης. Δεν ήταν 22 και 23 χρόνων, ήταν 30 και παρ’ ότι ήταν από τους καλύτερους τερματοφύλακες στον κόσμο, δούλεψε σε νέα βάση, άλλαξε το στυλ του παιχνιδιού του, προσάρμοσε το δικό του παιχνίδι πάνω σε αυτά που ζητούσε ο Στάμενιτς. Στην αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολο, είναι πάρα πολύ δύσκολο όταν πηγαίνεις σε ένα δρόμο για πολλά χρόνια να αλλάξεις. Αυτός όμως κατάφερε, το ήθελε πολύ. Ξαφνικά έτρωγε γκολ από παντού, ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου, αλλά σταδιακά έφτασε να μην τρώει γκολ από κανέναν.

Και εντάξει, εγώ ήμουν ένας ταλαντούχος φουνταριστός, όμως αυτό θα με πήγαινε, όπως σου είπα πριν, πρώτο στο χωριό. Νομίζω ότι βάσει άλλων ανθρώπων, γνωστών του αθλήματος, έφτασα να είμαι ένας από τους καλύτερους στον κόσμο. Και αυτός ήταν ο στόχος μου, ήθελα να βρεθώ στο ψηλότερο σημείο. Είχαμε τον (Θοδωρή) Χατζηθεοδώρου, ήταν ένας υπερταλαντούχος παίκτης, all around, και θεωρώ εγώ, στο δικό μου το μυαλό, ότι κάποια στιγμή ο Χατζηθεοδώρου ήταν μακράν ο κορυφαίος παίκτης στον κόσμο. Ο (Γιάννης) Θωμάκος, τον έλεγε «cheater», έκλεβε γενικά, εξελίχθηκε σε μια φονική μηχανή. Έγινε φόβος και τρόμος για τις αντίπαλες άμυνες. Βελτιώθηκαν παίκτες όπως ο Θέμης ο Χατζής, ο Δημήτρης ο Κραβαρίτης, ο Σάκης ο Πλατανίτης. Θα ξεχάσω αθλητές, οι οποίοι είχαν φτάσει σε ένα πολύ ψηλό σημείο. Όμως είχε κι άλλο, το ταβάνι δεν το είχαμε φτάσει. Ως τότε, νομίζαμε ότι το είχαμε φτάσει. Ήρθε ο άνθρωπος αυτός να μας πει ότι «είστε πολύ βαθιά νυχτωμένοι, υπάρχει πολύ περισσότερο».

Εσύ έχεις μείνει στην Ιστορία, ως ένας από τους καλύτερους, μπορεί ο καλύτερος, φουνταριστούς στο ελληνικό πόλο. Γιατί σε έλεγε «village player»;

Είχε να κάνει με τη νοοτροπία. Δηλαδή δεν θα έπαιζα τόσο πολύ άμυνα, ώστε να εκμεταλλεύομαι τις δυνάμεις μου στην επίθεση. Δεν ήμουν αυτό που λέμε παίκτης ομάδας, ήμουν λίγο πιο ατομιστής, φαντεζί, μου άρεσαν τα περίεργα, η φλυαρία μου άρεσε. Οπότε αυτός ο άνθρωπος ήρθε και με έβαλε σε ένα καλούπι, με έκανε καλύτερο αμυντικό από φουνταριστό κάποια στιγμή, δηλαδή μπορούσα να παίζω άμυνα φουνταριστού εξίσου καλά με το φουνταριστό, και με έκανε να καταλάβω ότι η ομάδα είναι πάνω από όλα. Δεν έχει σημασία να μπαίνω και να βάζω τέσσερα-πέντε γκολ σε κάθε παιχνίδι, στις 20 φάσεις που θα μου περάσουν. Σημασία έχει στις τρεις φάσεις που θα μου περάσουν να έχω βάλει δύο γκολ. Αυτό είναι το ποσοστό και να βοηθάω την ομάδα σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα.

Κι αυτό δύσκολο. Κάθε αθλητής έχει κι έναν εγωισμό, είναι λίγο δύσκολο να το αποδεχθείς.

Το αποδέχθηκες εύκολα εσύ;

Το αποδέχθηκα εύκολα, διότι είναι αυτό που σου είπα. Πίστεψα ότι αυτός ο άνθρωπος θα με ανεβάσει επίπεδο. Και δόξα τω Θεώ…

Στο ανέβασε.

Πολύ. Μου το ανέβασε πάρα πολύ.

 

«Ο Ματουτίνοβιτς ήταν χαρισματικός στο κοουτσάρισμα»

Πριν είπες ότι ο Στάμενιτς και ο Ματουτίνοβιτς θα έκαναν τον τέλειο προπονητή. Ο Ματουτίνοβιτς ήταν ο κόουτς των παιχνιδιών, όπως τα διάβαζε;

Ακριβώς. Ήταν πραγματικά ένας χαρισματικός προπονητής στο κοουτσάρισμα. Το παιχνίδι το έβλεπε και το διάβαζε εκπληκτικά, ήταν απίστευτο. Είχε κι ένα άλλο προσόν. Μετέφερε μια ψυχολογία στον αθλητή, τον έκανε να αισθάνεται ανίκητος. Τον πίστευε και έβλεπες τα μάτια του να λένε, «ναι, σε πιστεύω, είσαι φανταστικός. Μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα». Δηλαδή σε παρέσερνε ψυχολογικά θετικά πολύ προς τα πάνω. Στο κομμάτι του κοουτσαρίσματος και της ψυχολογίας ήταν απίστευτος. Ο άλλος ήταν δάσκαλος, σε μάθαινε την άλφα βήτα. Θα σε πήγαινε από το άλφα ως το ωμέγα, θα τα μάθαινες όλα τέλεια. Η διαφορά τους ήταν ότι ο Στάμενιτς είχε ένα άρμα, του οποίου κρατούσε τα γκέμια. Όταν ήρθε ο Ματουτίνοβιτς, αμόλησε τα γκέμια. Βέβαια, η δουλειά του Ματουτίνοβιτς δεν θα είχε οποιοδήποτε αποτέλεσμα αν δεν υπήρχε η δουλειά του Στάμενιτς.

Μα νομίζω ότι ισχύει αυτό, ο Σωκράτης δεν έγραφε ποτέ και έπρεπε να βρεθεί ο Πλάτωνας για να γράψει αυτά που έλεγε ο Σωκράτης. Είναι κάπως έτσι, φαντάζομαι.

Ακριβώς.

Σκέφτεσαι ποτέ ότι «θα μπορούσαμε να έχουμε δύο συνεχόμενα». Δηλαδή στο Ντουμπρόβνικ υπάρχει αυτή η περίφημη φάση, με το επιθετικό φάουλ στο γκολ του Χατζηθεοδώρου, αλλά ήσαστε και πάρα πολύ καλή ομάδα.

Ήμαστε μια ομάδα που δούλεψε χρόνια μαζί, ο κορμός της ήταν αναλλοίωτος από το ’97. Οπότε θεωρώ ότι ήταν θέμα χρόνου να βρεθεί στην κορυφή. Το αν έπρεπε να είμαστε ένα χρόνο νωρίτερα στην κορυφή, αν με ρωτάς, ναι, πιστεύω ότι έπρεπε να ήμαστε ένα χρόνο νωρίτερα. Δεν ξέρω, βέβαια, αν θα ήμαστε μετά. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό, δυστυχώς, στον Έλληνα: όταν φτάνει στην κορυφή, επαναπαύεται, χαλαρώνει. Το έχω δει σε ομάδες πόλο, σε ομάδες μπάσκετ, γενικά. Έχουμε δει, βέβαια, και εξαιρέσεις, τον Ολυμπιακό του μπάσκετ που έκανε το back to back.

Θεωρώ, όμως, ότι με το κομμάτι Ντουμπρόβνικ, που όπως όλοι όσοι το είδαν νομίζω ότι κλάπηκε από εμάς, μας δόθηκε ένα έξτρα boost για να πάμε να σαρώσουμε την επόμενη χρονιά.

Πάντως, νομίζω ότι αυτό το boost, που λες, είχε να κάνει με τον αέρα της ομάδας περισσότερο. Δεν σημαίνει ότι αν δεν είχατε τον ίδιο αέρα θα νικούσατε, διότι ήσαστε φανερά καλύτερη ομάδα από όλες τις υπόλοιπες.

Απλώς, είχαμε μπει πια στο χάρτη, δηλαδή ότι ο Ολυμπιακός δεν είναι μία ομάδα η οποία θα κάνει μία νίκη και μετά θα εξαφανιστεί, μια φωτοβολίδα. Είχε μια διάρκεια η ομάδα, κατέκτησε αυτό το πράγμα, να είναι στις κορυφαίες και τη χρονιά που το πήραμε, προκαλούσαμε φόβο στις άλλες ομάδες.

Αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό σας.

Μπαίναμε με μια αυτοπεποίθηση «δεν γλιτώνετε».

«Ο Κάσας διαχειρίστηκε άψογα τον Ολυμπιακό της εποχής του»

Μα κοιτάζατε ο ένας τον άλλον μέσα στη μέση του τελικού και χαμογελούσατε. Ήσαστε πάρα πολύ χαλαροί. Καλώς λέμε τον Κάσας διαχειριστή;

Νομίζω, ναι. Του αξίζει αυτός ο τίτλος. Δεν ήταν πολύ εύκολο. Μεγαλώνοντας και βλέποντας τα πράγματα διαφορετικά, θεωρώ ότι ήταν πολύ δύσκολο για τον Κάσας να αναλάβει την ομάδα του Ολυμπιακού τότε. Ήταν εντελώς διαφορετικό το στυλ του, το στυλ της προπόνησής του, της φιλοσοφίας του, το οποίο ήρθε κάπως σε κόντρα σε σχέση με όλα αυτά που ξέραμε εμείς μέχρι τότε. Οπότε αυτομάτως τέθηκε σε αμφισβήτηση. Όμως, θεωρώ ότι διαχειρίστηκε άψογα την ομάδα, τελικά, και εκ του αποτελέσματος και ενδεχομένως ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή.

Πότε κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να κάνει πολλά πράγματα; Για κάθε προπονητή, φαντάζομαι ότι, το να πηγαίνει σε μια ομάδα που μέλλει να γίνει «dream team» και αν δεν γίνει θα είναι παταγώδης αποτυχία, το να μην κάνει τίποτα είναι δύσκολο.

Αυτή ήταν και η μαγκιά του, όμως. Πίστευε στους παίκτες, ήξερε τη δουλειά τους. Δεν πήγε εγωιστικά να περάσει τη δική του φιλοσοφία, το δικό του στυλ. Είπε ότι «εσείς είστε έτοιμοι» και ένα, δύο τρία πράγματα. Κατέκτησε να γίνει αποδεκτός, και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όταν έχεις δουλέψει δύο χρόνια με τον Στάμενιτς και ένα χρόνο με τον Ματουτίνοβιτς, έρχεται ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει παντελώς διαφορετική φιλοσοφία, όμως πριν φτάσουμε στο τέλος -διότι στο τέλος όλοι είμαστε χαρούμενοι- έχει γίνει αποδεκτός και τον ακούς και τον πιστεύεις, και αυτόν, είναι μεγάλη του αποτυχία.

Το… αίμα κι άμμος με τη Βουλιαγμένη

Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο εγχώριος ανταγωνισμός ήταν πολύ πιο σκληρός από το διεθνή. Τελικός Κυπέλλου στον Βόλο, η λόμπα του Χατζηθεοδώρου στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Πέντε τελικοί με τη Βουλιαγμένη, αίμα.

Την ομάδα του Ολυμπιακού την βοήθησε ότι υπήρχε μια πάρα πολύ καλή Βουλιαγμένη.

Το γεγονός ότι γύρισε από το 2-0, την βοήθησε ακόμα περισσότερο, φαντάζομαι.

Θεωρώ ότι μεγάλο μερίδιο στην επιτυχία του Ολυμπιακού οφείλεται και στη Βουλιαγμένη. Δεν ήταν ένα πρωτάθλημα στο οποίο ξέραμε από πριν το νικητή. Έπρεπε να παλέψεις για να το διεκδικήσεις, ναι μεν ήσουν καλύτερος, αλλά έπρεπε να το αποδείξεις. Τα τελευταία χρόνια ξεκινά ένα πρωτάθλημα και λέμε, «ωραία, πρωταθλητής ο Ολυμπιακός, να δούμε ποιος θα είναι ο δεύτερος». Δεν βοηθάει. Παρ’ όλα αυτά, ο Ολυμπιακός έχει καταφέρει να κάνει τεράστια πράγματα και πολλά μπράβο σε αυτήν τη γενιά των αθλητών, γιατί κι αυτοί μια «dream team» είναι. Όμως δεν μπορούμε να παραλείψουμε το γεγονός ότι υπήρχε ένας ξένος παίκτης, αλλά τι ξένος (σ.σ. ο Πέταρ Τρμπόγεβιτς), και υπήρχε μία ομάδα ομοιογενής, ο ένας για τον άλλον. Οι παρέες γράφουν ιστορία, δεν είναι ψέμα αυτό. Ήμασταν ομάδα και έξω από το νερό. Θα βγαίναμε μαζί, θα τρώγαμε μαζί, θα πίναμε τον καφέ μας μαζί, θα συζητούσαμε για τα δικά μας τα θέματα, για τα προβλήματά μας, για το πόλο. Υπήρχε ένα κομμάτι, θα τολμούσα να το πω οικογένειας. Αυτό ήταν το τρίπτυχο, λοιπόν. Υπήρχε ανταγωνισμός, που σε έσπρωχνε προς τα πάνω, υπήρχε το κομμάτι της ομοιογένειας, μία ομάδα που δούλεψε τέσσερα-πέντε χρόνια μαζί, και υπήρχε το κομμάτι της οικογένειας. Πονούσε ο ένας, ήταν δίπλα ο άλλος, χτυπούσε ο ένας, ήταν δίπλα ο άλλος.

Σε εκείνους τους τελικούς ισοφαρίζει 2-2 η Βουλιαγμένη και ο Κάσας κάνει μια ομιλία, πριν το πέμπτο ματς, που είπε «θα πάρουμε το πρωτάθλημα και το Champions League».

Ναι.

Ισχύει αυτό.

Ισχύει.

Αλλά ήταν η πρώτη ομιλία της χρονιάς που αναγκάστηκε να σας κάνει; Δηλαδή τον βλέπατε για πρώτη φορά τόσο εκδηλωτικό;

Θα έλεγα ότι ήταν η πρώτη φορά που έβγαλε τσαμπουκά ο Κάσας. Είναι η πρώτη φορά, ίσως, που τον είδαμε πραγματικά να μιλάει και να είναι πύρινος ο λόγος του. Συνήθως ήταν ένας άνθρωπος πολύ ήρεμος, πολύ κάλμα. Εκείνη τη φορά είδαμε ένα διαφορετικό Κάσας. Τολμώ να πω ότι, ναι, βλέποντας αυτόν τον άνθρωπο σε αυτήν την κατάσταση, πήραμε κι εμείς από τη δύναμή του. Μας παρέσυρε. Ήταν ευτυχία, ήταν ευλογία. Πραγματικά ήταν τεράστιο προνόμιο να είσαι μέλος αυτής της ομάδας. Είχαμε και πολύ δύσκολες στιγμές, και πολύ άσχημες στιγμές.

Τσακωνόσαστε και μεταξύ σας. Εννοώ ξύλο. Τώρα σπανίως βλέπεις ξύλο, ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί της επαφής.

Είναι και άλλες οι γενιές όμως, να ξέρεις. Πράγματα που ίσχυαν τότε, αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν στο χάρτη, πουθενά.

Είσαι για φυλακή.

Μεγαλώναμε διαφορετικά. Μεγαλώναμε στις αλάνες με ματωμένα πόδια και τώρα, δυστυχώς, ζούμε ιδιαίτερα χρόνια. Έχω τρία παιδιά και μπορώ να στο επιβεβαιώσω. Είναι τα παιδιά του ίντερνετ, του κινητού, των social και στον ελεύθερο χρόνο να κάνουμε και λίγο αθλητισμό.

Σε μελαγχολεί αυτό;

Πολύ. Πολύ. Ξέρω ότι είναι στο πλαίσιο της εξέλιξης, καμιά φορά η εξέλιξη δεν είναι πάντα για καλό. Αλλά δυστυχώς έρχεται πακέτο με όλα τα πράγματα. Πάει πακέτο και με αυτό το κομμάτι, το οποίο πολύ θα ήθελα να αφαιρέσω, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται.

Θεωρείς ότι θα κάνει τον κύκλο του αυτό και θα ξαναβγούν παιδιά στις αλάνες, ακόμα κι αν δεν ζούμε εμείς;

Όχι. Με λύπη το λέω αυτό. Με λύπη το λέω.

Αυτό το κομμάτι είναι η ανωτερότητα εκείνων των γενεών, σε σχέση με αυτές.

Ξυπνούσαμε πιο νωρίς. Ξυπνούσαμε σαν χαρακτήρες πιο νωρίς. Τα ένστικτά μας, το κομμάτι της επιβίωσης, της αυτοσυντήρησης, το κομμάτι της πονηριάς, αν θέλεις. Ξυπνούσες πιο νωρίς. Τα παιδιά τώρα είναι πιο έξυπνα από τότε. Αλλά είναι περισσότερο της θεωρίας και όχι της πράξης. Αυτό νομίζω πως είναι το ντεφό αυτής της γενιάς. Βέβαια, υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις. Ευτυχώς, πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις.

 

Το ληγμένο διαβατήριο και ο αγώνας δρόμου για τη Βουδαπέστη και τον Ολυμπιακό

Μέρες Βουδαπέστης. Ξέρω και μπορώ να υποθέσω ότι ήσαστε σίγουροι ότι θα παίρνατε το τρόπαιο πριν πάτε εκεί.

Είναι παράδοξο το πόσο χαλαροί ήμαστε. Ένα παράδειγμα θα σου φέρω, που είναι γελοίο. Σκέφτομαι ότι αν αυτό συνέβαινε τώρα, που είμαι προπονητής, σε αθλητή μου, δεν ξέρω πώς θα το διαχειριζόμουν. Έχω πάει να πετάξω με την ομάδα στη Βουδαπέστη και έχει λήξει το διαβατήριό μου. Και το ανακαλύπτω εκείνη την ώρα στον γκισέ, μου λένε «δεν μπορείτε να πετάξετε». «Γιατί δεν μπορώ να πετάξω;» Έγινε ένας τρομερός αγώνας δρόμου, διότι οι διαδικασίες δεν ήταν τόσο απλές όσο είναι σήμερα, ώστε να εξασφαλίσω το διαβατήριό μου και να πετάξω την επομένη.

Εννοείς ότι η έννοια της χαλαρότητας εμφανιζόταν στο «θα πάμε και θα το πάρουμε», οπότε μέχρι την τελευταία στιγμή ήσουν σε μια ύπνωση, ας πούμε.

Ναι, ναι. Πραγματικά.

Το ύφος σου θέλω να περιγράψω στο κείμενο. Αυτά που μου λες είναι ωραία, αλλά το ύφος σου έχει πλάκα.

Το ύφος είναι όταν έχω συνειδητοποιήσει τι έχω κάνει. Θυμάμαι τον Μάκη τον Βολτυράκη χαρακτηριστικά δίπλα μου, ο οποίος βγάζει φλόγες από τα μάτια του, θέλει να με σκοτώσει. Ευτυχώς, ευτυχώς, έχασα ουσιαστικά μία προπόνηση, δηλαδή την επόμενη μέρα το πρωί ήμουν εκεί. Βέβαια, μέχρι να φτάσω εκεί, να πατήσω τα πόδια μου στη Βουδαπέστη, έτρεξα ένα μαραθώνιο για να προλάβω. Μιλήσαμε με ανθρώπους, μπήκαν πολιτικά μέσα, δεν ξέρω τι, ώστε να βγει το διαβατήριο μέσα σε μία μέρα.

Στη Βουδαπέστη, λοιπόν, ο Ολυμπιακός παρτάρει.

Παρτάρει, ναι.

Στον ημιτελικό δεν… βλέπει τη Γιουγκ, παίρνει και μια εκδίκηση για τον τελικό του προηγούμενου χρόνου. Πήγατε ρεβανσιστικά σε εκείνο το ματς;

Ναι. Το δείξαμε με το που ξεκίνησε το παιχνίδι. Ακόμα και με τον τρόπο που μαρκάραμε τους Κροάτες. Όπως τους πιάναμε, τους λιώναμε. Δηλαδή, κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση καν.

Από νωρίς, δηλαδή.

Με το καλημέρα. Ήταν ένα παιχνίδι το οποίο δεν είχε ξεφύγει από την αρχή, ήμαστε γκολ γκολ, έδειχνε μία ομάδα η οποία θα νικήσει στο παιχνίδι σίγουρα. Για κάποιον που ξέρει πόλο, ήταν θέμα χρόνου το πότε θα έκανε το μπραφ ο Ολυμπιακός, το ξεπέταγμα, να φύγει με τρία τέσσερα γκολ.

Οι ώρες πριν τον τελικό; Μου μιλάς για οικογένεια και παρέα, οπότε σίγουρα οι ώρες πριν τον τελικό θα είχαν μια αίσθηση οικειότητας και αστείες στιγμές.

Δεν θα ξεχάσω κάτι που δεν με αφορούσε άμεσα, αφορούσε όμως στην ομάδα. Ο Κάσας είχε δύο εξαιρετικούς τερματοφύλακες, είχε αυτήν την πολυτέλεια. Είχε τον Βολτυράκη και τον Δεληγιάννη. Και θυμάμαι τότε, γιατί ναι, αξίζει να ακουστεί αυτό, να λέει ο Κάσας -ήταν σίγουρος κι αυτός- ότι στον ημιτελικό θα παίξει ο Δεληγιάννης και στον τελικό θα παίξει ο Βολτυράκης. Πάνε όλα καλά, παίζει πάρα πολύ καλά ο Νίκος, νικάμε στον ημιτελικό και είναι ο Βολτυράκης, ο οποίος δεν μπορεί να κοιμηθεί, γιατί ξέρει ότι θα παίξει στον τελικό, όμως η ψυχολογία του είναι πολύ περίεργη. Λέει, «έχει κάνει ένα πάρα πολύ καλό παιχνίδι, έχουμε περάσει στον τελικό. Κι αν εγώ αύριο δεν είμαι στην καλή μου μέρα;» Δεν έχει κοιμηθεί όλο το βράδυ.

Οπότε έπαιξε τον τελικό άυπνος.

Έπαιξε τον τελικό άυπνος, ήταν πάρα πολύ καλός, αλλά θυμάμαι που μου έλεγε, «θα πάω να τον πιάσω και να του πω να παίξει ο Δεληγιάννης». Ποιος, ο Βολτυράκης, που είχε βγει τρεις τέσσερις φορές καλύτερος τερματοφύλακας στον κόσμο. Τα παιχνίδια αυτά, της ψυχολογίας, είναι πολύ περίεργα. Εμείς, από την άλλη, οι μέσα, ήμαστε… Δεν υπήρχε αυτό το άγχος, κι αν στραβώσει… Μπήκαμε μέσα στο παιχνίδι και ήμαστε «δεν υπάρχει περίπτωση να χάσουμε». Το σκέφτομαι ώρες ώρες, λέω, αυτή η ομάδα τέτοια ψυχολογία… Υπήρχε το φυσιολογικό άγχος. Για να γελάσεις, θα σου πω ότι με τη Βουλιαγμένη είχα περισσότερο άγχος. Στον πέμπτο τελικό. Και πήγα να παίξω τελικό Champions League και ήμουν, ΟΚ, θα τους νικήσουμε.

Αυτό το κάνει ο Ομπράντοβιτς στα Final 4. Ρίχνει ραβδί μέχρι να φτάσει η ομάδα του εκεί και μετά αφήνει τους παίκτες ελεύθερους. Εσείς το κάνατε από μόνοι σας.

Μη νομίζεις, μας το έκανε ο Κάσας αυτό. Όχι ότι είχαμε πιεστεί πολύ όλη τη χρονιά, αλλά μας είπε «enjoy». Και όντως το ευχαριστηθήκαμε. Και εμείς και αυτός, διότι κατέκτησε ένα Champions League μέσα στη χώρα του.

Μέσα στη χώρα του και επί ομάδας της χώρας του. Πώς ήταν η ατμόσφαιρα από τους Ούγγρους;

Ήταν φανταστικό, ήταν ένα κολυμβητήριο γεμάτο, εννοείται ότι η μερίδα του λέοντος ήταν οι Ούγγροι, αλλά είχε, βέβαια, και ο Ολυμπιακός τους γνωστούς τρελούς, με την καλή έννοια, οι οποίοι ακολουθούν την ομάδα. Υπήρχε βουητό, οχλαγωγία, θα σου πω όμως ότι ήμαστε τόσο «κλειδωμένοι»… Δεν άκουγα. Ήταν ένα παιχνίδι σαν προπόνηση στο άδειο Παπαστράτειο. Ενώ, ξέρω ‘γώ, είχε 5.000 κόσμο. Ήταν σπουδαίο. Ο χώρος, το Νησί Μαργαρίτας, το κολυμβητήριο. Ήταν όλα τέλεια. Αν μου έλεγες, άλλαξε κάτι, μπορείς να αλλάξεις κάτι, θα σου έλεγα όχι. Όλα ήταν τέλεια. Είναι αυτό που σου είπα, ότι αισθάνομαι πολύ τυχερός, ευλογημένος, προνομιούχος, που υπήρξα μέλος αυτής της ομάδας. Διότι κακά τα ψέματα, αν σκεφτούμε από πού ξεκίνησε ο Ολυμπιακός και πού έφτασε, είναι πολύ μακρύ αυτό το ταξίδι. Και θέλει πολλές εργατοώρες και πολύ κόπο και πολύ πόνο και πολλές θυσίες. Όταν κατακτήσαμε το Champions League, ήταν η επιβράβευση αυτής της προσπάθειας, αυτών των θυσιών. Τα ξεχνάς όλα. Λες, χαλάλι. Χαλάλι.

 

Ο μεγάλος αδελφός στον Ολυμπιακό και τη ζωή

Με τον Μάκη έχεις μια πολύ ιδιαίτερη σχέση.

Έχει βαφτίσει και το παιδί μου, το τρίτο, τον Σπυρίδωνα. Τον θεωρούσα πάντα σαν το μεγάλο αδελφό μου. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος θα μου τραβούσε το αυτί. Δεν με άφηνε να επαναπαυθώ, ας πούμε, με είχε πάντα σε εγρήγορση και πάντα σε πίεση. Με βοήθησε πάρα πολύ. Έχω τσακωθεί άπειρες φορές με τον Μάκη, θυμάμαι περιόδους που δεν μιλούσαμε καν, μέχρι που βρισκόμασταν, γελούσαμε και ήμαστε ξανά μαζί.

Πάντως κι αυτό είναι καλύτερο από το να σε άφηνε να επαναπαυθείς. Οι τσακωμοί.

Είναι αυτό που σου λέω. Όταν είσαι μικρός και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι είσαι καλός κάπου, τα μυαλά σου παίρνουν αέρα. Αυτός ήταν πάντα η φωνή της συνείδησής μου, το χέρι που μου έριχνε μια καρπαζιά και με προσγείωνε. Δηλαδή, δεν ξέρω αν ο Βλοντάκης θα γινόταν αυτός που έγινε χωρίς τον Βολτυράκη από κοντά.

 

Με το συνεργάτη του sportday.gr, Λευτέρη Ελευθερίου

Το σπασμένο χέρι και ο κυκλώνας των Ολυμπιακών της Αθήνας

Εσύ πότε είπες, «είμαι εντάξει, έχω βρει μια ισορροπία στο πνεύμα μου και στην ψυχή μου, ώστε ό,τι κι αν γίνεται γύρω μου να μη με επηρεάζει στο βαθμό που δεν θα γίνομαι αλαζονικός;» Διότι οι προϋποθέσεις υπήρχαν και υπάρχουν, κακά τα ψέματα.

Νομίζω ότι αλαζόνας δεν υπήρξα ποτέ. Πάντα σεβόμουν και πάντα αναγνώριζα τον καλύτερο από μένα. Εγωιστής θα έλεγα ότι υπήρξα σε κάποιες στιγμές της ζωής μου πολύ. Όμως, ξαναλέω ότι ερχόμενος από τα Χανιά στον Ολυμπιακό, τρώγοντας το πρώτο χαστούκι την πρώτη χρονιά, αυτό με ταρακούνησε. «Μάλλον», είπα, «δεν είσαι τόσο καλός όσο νόμιζες». Μετά ήρθε ο Στάμενιτς, που δύο χρόνια μας εξόντωσε και σωματικά και πνευματικά, αλλά όχι με την κακή έννοια. Δεν ξέρω πώς μπορώ να πω το «εξόντωσε» και να εκληφθεί θετικά.

Είναι αυτό που λέμε «η απόλυτη ελευθερία βρίσκεται στην πειθαρχία»;

Θεωρώ αξίωμα το κομμάτι πειθαρχίας. Μας έλεγε ένα παράδειγμα ο Στάμενιτς, θα βοηθήσει την κουβέντα. Αλήθεια ή ψέματα, αυτό δεν το ξέρω. Έλεγε ότι οι καλύτεροι βιολιστές είναι οι τσιγγάνοι, βιρτουόζοι απίστευτοι. Όμως οι τσιγγάνοι δεν μπορούν να παίξουν μαζί. Δεν μπορούν να παίξουν σε ορχήστρα. Αυτός ο τύπος πήρε σε εισαγωγικά τσιγγάνους, τους έβαλε στην ορχήστρα, τους ενσωμάτωσε, έδωσε ρόλους και δούλεψε αυτό το πράγμα. «Κανένας παίκτης», έλεγε, «δεν είναι πάνω από την ομάδα». Είτε σε εμάς είτε στους αντιπάλους. Δηλαδή, πολλές φορές έτυχε να παίζουμε με ομάδες που διέθεταν έναν πολύ ταλαντούχο παίκτη, ένα σπουδαίο παίκτη, όμως εκείνος ήταν πάντα, «το σύστημά μας, η πειθαρχία, αυτό που ξέρουμε καλύτερα» και είχε δίκιο.

Φαντάζομαι ότι γι’ αυτό ήταν και ο Βουγιασίνοβιτς ο αγαπημένος του παίκτης. Η δική σας φουρνιά, για πόλο, ζήτησε πολλά. Σας έγραψε η Ιστορία ως εκείνους που αναβαθμίσατε την εθνική ομάδα, αλλά και αυτούς που ανεβάσατε τις τιμές στην αγορά. Όμως, καθένας ξεχωριστά από εσάς σκέφτεται πολύ. Λόγω του Στάμενιτς έγινε αυτό ή ταιριάξατε κάπου στις σκέψεις σας;

Καταρχάς, θεωρώ ότι δεν υπάρχει στο δικό μου το άθλημα αθλητής που να μην έχει μια σωστή σκέψη, με την έννοια ότι δεν είναι ένα άθλημα το οποίο σου εξασφαλίζει τη ζωή. Ταυτοχρόνως πρέπει να είσαι προσηλωμένος και στα μαθήματα, να σπουδάσεις, να κάνεις κάτι παραπέρα. Αυτό σε βάζει σε μια άλλη τροχιά, σε μια άλλη διαδικασία σκέψης. Υπήρχαν αθλητές, στη δική μου τη φουρνιά, που τα βρίσκαμε μεταξύ μας. Όταν έχεις ένα κοινό όραμα, έναν κοινό στόχο, συντάσσεσαι σε αυτό και βάζει καθένας ό,τι μπορεί από τη μεριά του για να τον φτάσεις αυτόν το στόχο. Ήμαστε τυχεροί γιατί, όντως, ξεκινούσα μια κουβέντα και την τελείωνε ο (Νικόλας) Δεληγιάννης. Ήμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Όχι ότι συμφωνούσαμε στα πάντα. Αλλά ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, θα βάζαμε κάτω τα πράγματα και θα καταλήγαμε ότι «ξέρεις κάτι, ναι, έχεις εσύ δίκιο ή όχι, έχω εγώ δίκιο». Θα το βρίσκαμε, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το βρούμε. Η αλήθεια είναι ότι πλέον δεν είμαστε οικογένεια, καθένας έχει τραβήξει το δρόμο του, όμως δεν υπάρχει μεταξύ των αθλητών αυτής της φουρνιάς κάποια εμπάθεια. Έχουμε βάλει ψυχή και έχουμε κατακτήσει κάτι. Ένα κομμάτι προσωπικό του, καθένας από εμάς, το κατέθεσε για να φτάσουμε σε μια μεγάλη επιτυχία. Όποτε βλέπω κάποιον, αγκαλιές και φιλιά είμαστε.

Θεωρείς ότι όταν γράφει ο Ελευθερίου πως αυτή η φουρνιά δεν κατέκτησε ό,τι άξιζε είναι άδικος; Ο Ελευθερίου, όμως, δεν ξέρει τι έχετε προσπαθήσει.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε, όμως.

Έχει άδικο που το γράφει, καταρχάς; Βαρκελώνη, Ουγγαρία, δεν μιλάω για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, το 2004, γιατί ήσουν ο πιο άτυχος.

Θεωρώ ότι αυτό είναι κάτι που θα πεθάνω, θα πεθάνω με αυτό το μαράζι.

Με το χέρι.

Είναι τα κοντράστ των συναισθημάτων εκείνο το δίμηνο τόσο έντονα, τόσο από το ζενίθ στο ναδίρ, δεν ξέρω, δεν ξέρω πώς το άντεξα. Από την απόλυτη κατάρρευση όταν έσπασα το χέρι μου 17 μέρες πριν, στην απόλυτη ελπίδα, ότι μπορώ να βοηθήσω την ομάδα, μπορώ να παίξω τελικά στη χώρα μου, έτσι, δεν έχει κάτι ανώτερο. Μέχρι που στο παιχνίδι με την Ιταλία έσπασα ξανά το χέρι μου και δεν κατάφερα να παίξω τον ημιτελικό και το μικρό τελικό. Η ψυχολογία μου, η ψυχοσύνθεσή μου, ήταν έτσι, πάνω κάτω, πάνω κάτω.

Αυτό πρέπει να είναι η πιο εξοντωτική στιγμή της καριέρας σου.

Ήταν, ήταν. Θυμάμαι ότι αφού τελείωσαν οι Αγώνες, για να καταφέρω να παίξω είχα βάλει ήλους μέσα από το κόκαλο, μέσα από το μεδούλι, πέρασαν και σφήνωσαν τρεις μεγάλες βέργες από τιτάνιο. Όταν τελείωσε αυτή η διαδικασία, πήγα στο γιατρό και του είπα, «σε παρακαλώ βγάλ’ τα». Μου είπε ότι μπορούμε να τα αφήσουμε, αλλά είπα, «όχι, βγάλ’ τα». Ήταν σαν να έβαζα μια τελεία σε όλο αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω. Θυμάμαι όλες αυτές τις στιγμές πάρα πολύ έντονα, πολλές φορές με χαρά, άλλες τόσες με λύπη, θεωρώ ότι αν ήμουν υγιής θα είχαμε κατακτήσει μετάλλιο, δεν μου το βγάζεις από το μυαλό.

Ποιο; Θα περνούσαμε τους Σέρβους ή θα νικούσαμε τους Ρώσους;

Θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής και θα σου πω ότι δεν ήμαστε έτοιμοι να περάσουμε τους Σέρβους. Παρ’ όλη την προσπάθεια, τον αγώνα και τα λοιπά, δεν ήμαστε στο επίπεδο να περάσουμε τους Σέρβους. Είμαι σίγουρος ότι θα κατακτούσαμε το χάλκινο. Είμαι πεπεισμένος.

Εύκολα εννοείς;

Θεωρώ ότι θα νικούσαμε τρία τέσσερα γκολ τους Ρώσους.

Δύο χρόνια νωρίτερα, πάντως, μετά την κατάκτηση του Champions League από τον Ολυμπιακό, είχε έρθει η ώρα της Εθνικής.

Με αυτήν την κατάκτηση, θεωρώ ότι αναβαθμίστηκε και η χώρα μας γενικότερα στο πόλο. Αυτό που είχαμε να επιδείξουμε ως εθνική ομάδα, μέχρι τότε, ήταν μια τέταρτη θέση στο Ευρωπαϊκό το ’99 και μια έκτη θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά αυτά ήταν το πικ. Πάμε τώρα και στις όγδοες και στις ένατες και στις δέκατες.

Στην τριετία που η Εθνική έφτανε στις τετράδες, μπήκε σχεδόν αμέσως.

Ναι, διότι είχε τον κορμό του Ολυμπιακού, είχαμε κι άλλους σπουδαίους αθλητές από τη Βουλιαγμένη, έγινε μια μίξη και μου λες, τώρα, ότι διεκδικούσαμε. Και βάζαμε το στήθος μας μπροστά. Γιατί το κάναμε; Το κάναμε γιατί ήμασταν υπερόπτες; Θεωρούσαμε ότι αξίζαμε ως εθνική ομάδα κάτι καλύτερο. Δεν μπορώ να πηγαίνω και να λέω, «έχω στόχο να μπω στην οκτάδα». Θέλαμε να φύγουμε από αυτό. Και θεωρούσαμε ότι είχε έρθει πλέον η ώρα αυτή η ομάδα να αλλάξει επίπεδο. Υπήρχε το υλικό, το απέδειξε ο Ολυμπιακός, το απέδειξε η Βουλιαγμένη όταν κατέκτησε το Κυπελλούχων, οπότε θεωρούσαμε ότι δεν ήμαστε μόνο για να μπαίνουμε στην οκτάδα. Ότι ήμαστε μία ομάδα που έπρεπε να είναι στις τέσσερις καλύτερες ομάδες. Και το κατακτήσαμε αυτό. Από το 2003 μέχρι και το Μόντρεαλ, ήμαστε στην τετράδα σε όλες τις διοργανώσεις.

Στην επιστροφή από το Παγκόσμιο της Βαρκελώνης, το 2003

Οι… στασιαστές του 2006

Ναι, σωστά. Απλώς κράτησε λίγο, ρε σύ Αντώνη, όλο αυτό.

Ναι. Θα σου πω γιατί, δεν μου αρέσει να κρύβομαι. Πάλι θα σου πω για τη νοοτροπία του Έλληνα ή κάποιων Ελλήνων. Θα σου μιλήσω μόνο για μένα προσωπικά. Εγώ κάποια στιγμή, μετά το μετάλλιο στο Μόντρεαλ (σ.σ. το χάλκινο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2005), άδειασα. Όταν λέμε άδειασα, θεώρησα ότι έφτασα το πικ. Κατέκτησα ένα μετάλλιο σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και δεν έχω να περιμένω κάτι παραπάνω. Λάθος. Τεράστιο λάθος. Τώρα, γυρνώντας πίσω το χρόνο, θα σου πω ότι εγκλημάτησα κατά του εαυτού μου και, κατά συνέπεια, και της εθνικής ομάδας. Το 2006 αποφάσισα να μη συμμετέχω στο Ευρωπαϊκό. Λάθος.

Θεωρείς ότι άκουσες και κάποιους ανθρώπους που δεν έπρεπε;

Όχι.

Από μόνος σου;

Απλώς κουράστηκα. Όχι σωματική κούραση, το ψυχολογικό. Τώρα που κάθομαι και κάνω την αναδρομή, ήταν βαρύ το ψυχολογικό που τράβηξαν με τους Ολυμπιακούς. Σφίγγοντας τα δόντια, έφτασα μια χρονιά μετά, κατακτήσαμε ένα μετάλλιο στην παράταση, όπως το κατακτήσαμε, με την Κροατία και με το που έγινε αυτό ένιωσα ότι τελείωσε. Αν με ρωτούσες, ύστερα από αυτό, «σταματάς το πόλο;», μπορεί να το σταματούσα κιόλας. Βέβαια, εγώ παντρεύτηκα νωρίς, έκανα και παιδιά. Δηλαδή θυμάμαι ότι παίζω τελικούς απέναντι στον Ολυμπιακό με τον Εθνικό το 2007. Με το που χάνουμε, μας δίνει τρεις μέρες και μας καλεί σε προετοιμασία. Δεν μπορούσα. Δηλαδή ένιωθα τον εαυτό μου σαν να πηγαίνει στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ένα χρόνο πριν, έχω κάνει μεγάλο λάθος, θεωρώ όμως ότι δεν το διαχειρίστηκε σωστά και ο (Σάντρο) Καμπάνια. Θα μπορούσε, ας πούμε, να μας αφήσει να ξεκουραστούμε λίγο και να ξεκινήσουμε λίγο πιο μετά την προετοιμασία. Τώρα, βέβαια, η Ιστορία έγραψε ό,τι έγραψε.

Εκείνη η πράξη δεν αφορούσε μόνο σε σένα. Υπήρχαν κι άλλοι. Όλοι σας ομνύετε στην Εθνική. Θα μπορούσατε να έχετε πάει με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις στο Πεκίνο το 2008.

Συμφωνώ.

Ξέρεις τι; Τα καλύτερά σας χρόνια ήταν τότε. Τα καλύτερα χρόνια του πολίστα είναι 29-33. Κάνω λάθος;

Έχεις δίκιο. Αν γυρνούσα το χρόνο πίσω… Το 2006 είναι ορόσημο. Θεωρώ ότι ενώ είχαμε από το 2005 τη φόρα, αν γυρνούσα το χρόνο πίσω θα το έκανα σωστά.

Μήπως μπαίνατε στην τετράδα στο Βελιγράδι και συνεχίζατε, γιατί αυτό ήταν το πιο σημαντικό.

Έπρεπε να παραμείνουμε εκεί. Η αλήθεια είναι ότι έγινε ένα πισωγύρισμα, εγώ έχω τεράστιο μερίδιο ευθύνης για αυτό.

Εγώ το λέω και για σένα, όμως, όχι μόνο για την Εθνική. Καλώς ή κακώς η Εθνική υπάρχει και συνεχίζει να υπάρχει. Συνεχίζει το δρόμο της.

Βέβαια, όταν πας στον πόλεμο, κοιτάζεις να έχεις τα καλύτερά σου όπλα. Έχεις το μπαζούκας και θα πας με τη σφεντόνα; Δεν υποβαθμίζω κάποιον παίκτη.

Απλώς είναι αιώνια η εθνική ομάδα, εσύ έχεις μια καριέρα 12-13 χρόνων, άσε που την επιμήκυνες επειδή ευχαριστιέσαι λίγο περισσότερο.

Από κάποια στιγμή και μετά, ξεκίνησα να ευχαριστιέμαι ξανά το πόλο.

Ξέρω, όμως, ότι ο παλαίμαχος αθλητής, που είναι και πρωταθλητής, έχει κενά που αφορούν σε τέτοια πράγματα. Οι ήττες τον απασχολούν πολύ περισσότερο από τις νίκες.

Και τώρα, που έχω γίνει προπονητής, λέω στα παιδιά μου, έτσι τα ονομάζω, ότι ο αθλητισμός έχει πολύ περισσότερες λύπες από ό,τι χαρές. Όμως η μία χαρά ισοσκελίζει με τις δέκα λύπες. Όταν το παλέψεις και φτάσεις στην κατάκτηση, ξεχνάς όλες τις στενοχώριες. Κοίταξε να δεις. Το πόλο είναι ένα άθλημα για τρελούς, το έχω πει και στο παρελθόν. Όλοι εμείς, που αφιερώσαμε τη ζωή μας σε αυτό, ε, δεν είμαστε και πολύ καλά. Με ποια λογική στο λέω. Είναι ένα άθλημα το οποίο, αν κάτσεις και σκεφτείς πόση ενέργεια καταναλώνεις, πόση προπόνηση χρειάζεται να κάνεις και μέσα και έξω από το νερό. Γυμνάζεις τον εαυτό σου ψυχολογικά. Είσαι ένας αθλητής 24 ώρες, για να μπορέσεις να φτάσεις σε πολύ υψηλό σημείο. Οι αποδοχές δεν σου εξασφαλίζουν το μέλλον σου. Αυτό κάποια στιγμή το κάνεις γιατί το θέλεις πάρα πολύ. Μετά ξεκινάς και σκέφτεσαι ότι «πρέπει να ζήσω». Και μετά συνειδητοποιείς ότι «με αυτό που κάνω δεν μπορώ να ζήσω», οπότε ασχολείσαι και με άλλα πράγματα, που πρέπει να κάνεις γιατί υπάρχει ζωή και μετά το πόλο.

Θεωρώ ότι αν το δικό μας άθλημα ήταν στα επίπεδα του μπάσκετ. Αν ο Βλοντάκης ήταν ο Βλοντάκης στο μπάσκετ, θεωρώ ότι δεν θα είχε γίνει αυτό το 2006. Αυτό είναι το πισωγύρισμα. Αλλά εντάξει, ΟΚ. Αυτό είναι το άθλημά μας, το αποδεχόμαστε, ουσιαστικά πλέον πλάθουμε χαρακτήρες και προσωπικότητες, σπάνια θα βρεις κακό παιδί. Εν κατακλείδι, ναι μεν είναι άθλημα για τρελούς, αλλά φτιάχνει σωστούς ανθρώπους και σπουδαίες προσωπικότητες. Έχεις μάθει μια ζωή να μάχεσαι, γιατί αυτό δεν είναι παιχνίδι, είναι ένας αγώνας. Κι αυτό μας το έλεγε ο Στάμενιτς. «Παιχνίδι», λέει, «στην παιδική χαρά. Εδώ αγωνίζεσαι». Έχουν σημασία οι λέξεις, έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Όταν σε ρωτάνε έξω, «παίζεις πόλο;» Παίζω; Δεν παίζω. Παίζω όταν πάμε με φίλους και ρίξουμε κάνα σουτάκι. Εκεί παίζω. Εδώ καταθέτω την ψυχή μου. Είναι πράγματα πολύ διαφορετικά.

 

Με τον Βλάντα Βουγιασίνοβιτς

 

Η μεταγραφή στον Εθνικό

Το τελευταίο κεφάλαιο. Ενδεχομένως το πιο σκοτεινό της ιστορίας. Φέρνεις γλυκά για την επικείμενη ανανέωση της συνεργασίας σου με τον Ολυμπιακό, μετά το ματς με τη Χόνβεντ.

Ναι.

Έχει πει ο Μάκης ότι ο τελικός είναι το τελευταίο παιχνίδι του.

Ναι. Σταματάει.

Βρίσκεστε σε ένα ασανσέρ με τον Σταρένιο. Ισχύει αυτό;

Όχι.

Πώς κλείνεις στον Εθνικό;

Δεν είναι κάτι κρυφό. Εγώ, λοιπόν, στον Ολυμπιακό ήμουν πολύ ριγμένος οικονομικά. Σύμφωνα με αυτό που ήμουν, με αυτό που πρόσφερα στην ομάδα, ήμουν ένας χαμηλόμισθος. Συζητάω κάποια στιγμή με το συγχωρεμένο τον Λεωνίδα και του λέω «είναι απαράδεκτο, ξέρω ότι οι άλλοι αθλητές παίρνουν… τόσα και εγώ προσφέρω αυτά κι αυτά» και δέχεται να μου κάνει μια αναπροσαρμογή. Τότε, βέβαια, ήταν αλλιώς το καθεστώς στο πόλο, δεν μπορούσες να πάρεις εύκολα μεταγραφή. Θυμάμαι ότι είχα πάει από τον Ολυμπιακό στα Χανιά με ελευθέρας και μετά, για να φύγω, έπρεπε να συμπληρώσω οκτώ χρόνια, δέκα…

Αυτό που είναι το αστείο της υπόθεσης, αφού έχω πάει και έχω ανανεώσει, είναι ότι μου φτιάχνουν καινούργιο συμφωνητικό.

Είσαι ικανοποιημένος από την αναπροσαρμογή; Σε ευχαριστεί;

Δεν είμαι ικανοποιημένος. Είναι καλύτερα από ό,τι ήταν, αλλά δεν είμαι ικανοποιημένος. Και πώς τα φέρνει καμιά φορά η τύχη. Υπήρχε ένα συμβόλαιο στον Ολυμπιακό, το οποίο ήταν copy paste περίπου και ανέφερε ότι σε περίπτωση που κάποιος αθλητής θελήσει να πάει σε ομάδα εξωτερικού, υπάρχει μια ρήτρα και μπορεί να φύγει. Εκ παραδρομής, λοιπόν, στο συμφωνητικό που υπέγραψα, έγινε ένα λάθος, αφού ήταν γραμμένο «εσωτερικού ή εξωτερικού». Όταν έγινε η πρόταση από τον Εθνικό, είχα ήδη υπογράψει αυτό. Μου είπαν ότι με ήθελαν στον Εθνικό και εγώ τους είπα, «παιδιά δεν μπορώ να φύγω, έχω ήδη υπογράψει συμβόλαιο». Μου λένε «να ρίξουμε μια ματιά;» Αυτοί εντόπισαν. Εγώ δεν το είχα δει καν.

Αυτό πότε έγινε; Μετά το Final 4.

Ναι, έχουμε κατακτήσει το Champions League.

Την επόμενη μέρα, ας πούμε.

Όχι την επόμενη μέρα, έχει περάσει ένα διάστημα.

Η πρόταση έχει γίνει ήδη; Έχετε μιλήσει για λεφτά;

Όχι, δεν έχουμε μιλήσει. Ούτως ή άλλως η ρήτρα ήταν πολύ μεγάλη. Με πιάνουν, λοιπόν, και μου λένε: «Πόσα θέλεις να έρθεις;» Τους απαντάω, «παιδιά, δεν είναι πόσα θέλω. Υπάρχει μια ρήτρα». Λένε «θα την πληρώσουμε» και μου πέφτουν τα αυτιά. Δεν το περίμενα. Λέω, «θέλω αυτά τα λεφτά». Μου λένε «τέλος». Κάπως έτσι έφυγα από τον Ολυμπιακό. Τα λεφτά ήταν πολύ πολύ περισσότερα από αυτά που θα έπαιρνα με την αναπροσαρμογή. Με στενοχώρησαν εκείνη την περίοδο, θα σου πω γιατί. Τώρα αυτό θα το πω πρώτη φορά. Στην αρχή μου έλεγαν «δεν υπάρχει περίπτωση, δεν θα σε αφήσουμε να φύγεις, θα πάμε στα δικαστήρια, θα, θα, θα». Λέω, «παιδιά, ΟΚ, κάντε ό,τι θέλετε». Όταν κατάλαβαν, δεν θέλω να πω ονόματα, δεν μιλάω τώρα για τον Λεωνίδα, όταν κατάλαβαν ότι φεύγω, ότι σοβαρολογώ και ότι θα φύγω, τότε ήρθαν και μου έκαναν μια πρόταση αντίστοιχη του Εθνικού. Και λέω, «γιατί τώρα;» Και με έπιασε εμένα το χανιώτικο, αυτό το εγωιστικό, και λέω, «όχι, τώρα θα φύγω».

Τι λάθη κάνουν οι άνθρωποι.

Όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Εγώ μετά το Champions League χρειαζόμουν ένα κίνητρο. Και ήρθε μία ομάδα και μου το έδωσε. Ήθελα κάτι να με κρατήσει πάλι σε υψηλό επίπεδο. Ωραία, φτάσαμε εκεί, τον έναν τελικό το χάσαμε, τον άλλον τον πήραμε ξεκούραστα, πάμε παρακάτω, δεν έχει παρακάτω, το φτάσαμε το ταβάνι μας. Και ήρθε μία ομάδα και μου έδωσε ένα κίνητρο από την αρχή. Παρουσίασαν ένα όραμα, πώς θα χτίσουμε μια ομάδα που να φτάσει να πάρει πρωτάθλημα. Η αλήθεια είναι ότι μετά από τρία χρόνια (σ.σ. το 2006) πήρε πρωτάθλημα. Και δεν ήταν καθόλου εύκολο να πάρεις πρωτάθλημα από τον Ολυμπιακό. Φτάσαμε μία χρονιά σε πέντε τελικούς και το χάσαμε και την επόμενη χρονιά, πέντε τελικούς και το πήραμε.

Πάντως, η αίσθηση της κόντρας εκείνης, όσο κράτησε, ήταν εκπληκτική.

Ωραίο ήταν.

Ο Πειραιάς αναστέναζε για το πόλο. Το Ολυμπιακός-Εθνικός.

Γίνονταν φανταστικά παιχνίδια όμως. Θυμάμαι τη χρονιά που το πήραμε, δεν νίκησε καμία ομάδα στην έδρα της.

Εκείνη η στιγμή που σηκώσατε το πρωτάθλημα ήταν πολύ ξεχωριστή.

Ε, ναι, αφού είχε να πάρει πρωτάθλημα ο Εθνικός 12 χρόνια. Ήταν πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους του, κάτι πολύ σπουδαίο και για μένα ήταν σαν δικαίωση. Άκουσα πάρα πολλά όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό. Ότι ο Βλοντάκης τα παρατάει, ότι κάνει συνταξιοδοτικό, θέλει να πάρει τα λεφτά και να πάει στα Χανιά, τα άκουσα σε μια καλή ηλικία. Το γεγονός ότι κατάφερα να πάρω πρωτάθλημα με τον Εθνικό ήταν δικαίωση. Αλλά, βέβαια, ήταν εξαίρεση.

«Γεννήθηκα για να πηγαίνει ο Χατζηθεοδώρου στα μπουζούκια»

Τώρα σε ποια ομάδα είσαι προπονητής;

Στους Εφήβους του Υδραϊκού.

Είσαι ευχαριστημένος;

Προσπαθώ να βρω κάναν Χατζηθεοδώρου, κάναν Βλοντάκη, αλλά δεν είναι εύκολο.

Πάντως, το πόλο το έχεις στη ζωή σου πολύ έντονα.

Το έχω πει, εγώ γεννήθηκα για να παίξω πόλο. Με έβαζες στο ποδόσφαιρο, πονούσαν τα πόδια μου. Μπάσκετ, τίποτα, ούγκανος. Θυμάμαι ότι στο πόλο η πρώτη πρώτη επαφή που είχα, ήταν να κάνω γυριστό. Γεννήθηκα γι’ αυτό.

Γεννήθηκες για να τρως ξύλο.

Ναι, γεννήθηκα για να πηγαίνει ο Χατζηθεοδώρου στα μπουζούκια.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News