ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΕΣΤ: Ρασπούτιν και Ιφιγένεια

Το αγόρι του Μπέλφαστ έφυγε από τη ζωή στις 25 Νοεμβρίου 2005, διαλυμένο από τις καταχρήσεις, σκανδαλωδώς πορευόμενο και θυσιασμένο για τα… ρομπότ του μέλλοντος.

Ως οντότητα, ο Τζορτζ Μπεστ είναι αναμφίβολο ότι βαθμολογήθηκε «πολύ ευάλωτος» στους πειρασμούς. Ποτά, ξενύχτια και γυναίκες, μαζί με την αίσθηση της αθανασίας που είχε αποκτήσει ασορτί με την αυτοπεποίθηση εξ απαλών ονύχων, η οποία οξύνθηκε περισσότερο, παρά αμβλύνθηκε, όταν εντάχθηκε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ως έφηβος, έγιναν προφανώς η εκατόμβη του. Στις 25 Νοεμβρίου του 2005, ο Τζόρτζι, το αγόρι του Μπέλφαστ, όπως αναφέρει και το παροιμιώδες ποίημα που γράφτηκε για τα όμορφα μάτια του, αποχαιρέτησε το μάταιο τούτο κόσμο στα 59. Το χειρότερο ήταν, όμως, ότι την τελευταία δεκαετία βασανίστηκε από τα κατεστραμμένα όργανά του.

Με έναν τρόπο, ο Μπεστ έγινε η Ιφιγένεια του παγκόσμιου αθλητισμού. Πριν τον Γιόχαν Κρόιφ, ο Ιρλανδός αντιμετωπίστηκε ως ο πρώτος πραγματικά μεγάλος σούπερ σταρ. Υπήρχαν κι άλλοι οι οποίοι επιδίδονταν σε ασωτίες, κυρίως Βραζιλιάνοι: αν τα καμπαρέ του Παρισίου είχαν στόμα, θα έχασκε πριν ομολογήσει τα όργια στα οποία επιδιδόταν ο θρυλικός Λεονίντας, με αιθέριες υπάρξεις, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1938. Ο Γκαρίντσα υπήρξε ανεύθυνος έως τελευταίας ρανίδος, παρατώντας τη σύζυγό του και τα οκτώ παιδιά του για μία τραγουδίστρια. Ο Μπεστ ήταν ο πρώτος που υπήρξε άσωτος και, ταυτοχρόνως, καταγράφηκε αυτός ο έκλυτος, αλκιβιάδειος, βίος και με εκείνον ως σημείο εκκίνησης και διάφορες μελέτες, δομήθηκε ένα πλέγμα προστασίας για τους κατοπινούς σούπερ σταρ. Θα υπήρχαν διάφορα θύματα, σε πολλές κατευθύνσεις: από τον Μάικ Τάισον ως τον Λεν Μπάιας και από τον Ντιέγκο Μαραντόνα ως τον Γκερντ Μίλερ, όλοι θα οδηγούσαν, αφ’ ης στιγμής ο (πρωτ)αθλητισμός εξελίχθηκε σε βιομηχανία ιλιγγιωδών ποσών, που παρουσιάζονται απλούστατα, στον εκμηδενισμό των πιθανοτήτων να παρεκκλίνει ένα φαινόμενο από τη διαδρομή που θα γέμιζε τις τσέπες του περιβάλλοντός του και του ίδιου του σπορ του. Ό,τι έπαθαν ο Μπεστ και ο Μαραντόνα, ό,τι, δηλαδή, η έλλειψη στιβαρού περιβάλλοντος επέτρεψε να γίνει, θα ήταν αδιανόητο να συμβεί σε έναν Μάικλ Φελπς (ο οποίος νουθετήθηκε αμέσως μόλις καταγράφηκε να καπνίζει μαριχουάνα), έναν Μαρκ Μάρκεθ, έναν Νόβακ Τζόκοβιτς.

 

Η νέα εποχή

Ένα αντιπολεμικό σύμβολο

Ο Μπεστ ιντρίγκαρε εξ ορισμού τα πλήθη: η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, άλλωστε, δεν είναι μόνο το πιο σημαντικό κλαμπ στο Νησί, αλλά και ένας οργανισμός που συμβολίζει τα συντηρητικά ήθη, παρ’ ότι από την πόλη έχουν βγει τρελά τυπάκια, όπως ο Ίαν και ο Νόελ Γκάλαχερ και ο ημίτρελος Ίαν Κέρτις, ο anchorman των Joy Division. Οι δύο αδελφοί, που έχουν συνδεθεί με τους Oasis και τις κόντρες ασύλληπτου κάλλους, λογίζονται ως οι τελευταίοι hellraisers, μία κατηγορία που περιελάμβανε τύπους από τον Ρίτσαρντ Χάρις, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Πίτερ Ο’ Τουλ, ως τον Όζι Όζμπορν, το μυθικό Όλιβερ Ριντ και τον Κιθ Μουν.

Απευθείας τους αποδόθηκε εκκεντρικότητα και επαναστατικότητα, πιθανώς χωρίς αιτία, και το ίδιο συνέβη με τον πιτσιρικά Τζόρτζι, μόνο και μόνο εκ κλίσεως. Ναι, ο Ματ Μπάσμπι βρήκε τη συνέχιση των «μπέμπηδων», αλλά εδώ που τα λέμε μόνο και μόνο επειδή ο Ντάνκαν Έντουαρντς έχασε τη ζωή του μερικές μέρες μετά το τραγικό αεροπορικό της 6ης Φεβρουαρίου 1958 στο Μόναχο, που ξεκλήρισε εκείνη την ομάδα η οποία είχε αποκτήσει υπερβολικές διαστάσεις, μπαίνει στη συζήτηση.

Ο Μπεστ ήταν, με το που ακούμπησε την μπάλα που λέει ο λόγος, ο πιο ταλαντούχος ποδοσφαιριστής στο Νησί. Το μπόνους, ότι ήταν Ιρλανδός, ήταν αναμφισβήτητο, μαζί με την εμφάνισή του, η οποία έφερε κιόλας ένα από τα πιο γλαφυρά ευφυολογήματα όλων των εποχών. Μαζί, έγινε και ένα αντιπολεμικό σύμβολο. Βγήκε την εποχή που ο Τζον Λένον είπε, σε μία από τις πρώτες συναυλίες των Beatles, στι ς 4 Νοεμβρίου του 1963, το αμίμητο «οι άνθρωποι με τα φτηνά εισιτήρια να χειροκροτάτε, οι υπόλοιποι απλώς να κουνάτε τα κοσμήματά σας» μπροστά στην αδελφή της βασίλισσας Ελισάβετ, πριγκίπισσα Μαργαρίτα, προλογίζοντας το «twist and shout».

Ήταν η εποχή της αμφισβήτησης και της ελευθεριότητας, μιας συμπεριφοράς που δεν είχε σημασία να περιγραφεί και να αναλυθεί. Ήρθε αφού η κωμωδία στην Αγγλία, με τον Πίτερ Κουκ και τον Ντάντλεϊ Μουρ, είχε δημιουργήσει μια θύελλα, ακουμπώντας με σάτιρα πάνω στα θέσφατα, τα ιερά και τα όσια, της Βρετανίας. Είτε επρόκειτο για την Αγγλικανική Εκκλησία είτε για το βασιλικό ζεύγος, ουδείς ήταν ασφαλής. Ο Μπεστ συμβόλιζε αυτήν την ανασφάλεια -αλλά αυτό δεν θα συνέβαινε αν δεν ήταν τόσο χαρισματικός.

 

Το σόλο στο Γουέμπλεϊ

Η γέννηση της hard rock

Κάθε Σαββατοκύριακο, ο Μπεστ γινόταν η ευχάριστη αντίθεση στο ρόστερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ουδείς αμφέβαλλε ότι ο Μπόμπι Τσάρλτον ήταν ο ηγέτης εκείνης της ομάδας, της οποίας το DNA ήταν διαποτισμένο πάνω του, αλλά ανάμεσα σε εκείνον, τον Νόμπι Στάιλς και τον Τζόρτζι, ο κόσμος προτιμούσε αναφανδόν τον τελευταίο. Ο Μπάσμπι, ένας σκληρός προπονητής, αναγκαζόταν να υφίσταται όλες τις κακές συνήθειες του Μπεστ, επειδή ήταν τόσο αναθεματισμένα καλός με την μπάλα στα πόδια. Ο κόσμος έχασκε στη θέση του, αντιλαμβανόμενος τη ματαιότητα στις κινήσεις των αμυντικών.

Το επίνειο της δόξας ήρθε με το σόλο του στον τελικό της 29ης Μαΐου 1968, με το σόλο του στο δεύτερο λεπτό της παράτασης απέναντι στην Μπενφίκα, και το σκορ στο 1-1. Ουδείς θυμάται ότι σε εκείνο το ματς του Γουέμπλεϊ, που χάρισε στη Γιουνάιτεντ το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας της, ο Τσάρλτον σκόραρε δις, ο Άλεξ Στέπνι κράτησε τους «κόκκινους διαβόλους» ζωντανούς στο παιχνίδι και ότι man of the match ψηφίστηκε ο… Τζον Άστον. Όλοι θυμούνται εκείνο το γκολ, το οποίο απλώς όξυνε την ούτως ή άλλως διαβολική αυτοπεποίθησή του, μόλις στα 22 του, και τον έκανε τον ορισμό του «νέος και σπουδαίος». Ο Μπεστ έδωσε στον Μπάσμπι την ευχέρεια να λέει ότι η υπόσχεσή του το 1958, λίγες μέρες αφότου επιβίωσε του δυστυχήματος, πως, δηλαδή, «σε 5 χρόνια θα πάρουμε τον πρώτο τίτλο (σ.σ. το Κύπελλο, με το 3-1 επί της Λέστερ στις 25 Μαΐου 1963) και σε 10 χρόνια θα κατακτήσουμε το Κύπελλο Πρωταθλητριών».

Κυρίως, όμως, ήταν μια ροκ στιγμή. Οι Led Zeppelin και οι Pink Floyd είχαν μόλις ξεμυτίσει. Η κατάθλιψη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταπολεμήθηκε με την κωμωδία και το σαρκασμό, όμως η ευφορία είχε τελειώσει και είχε φτάσει η ώρα της ειλικρίνειας, της πραγματικής ζωής.

Η χαρά του Μπέλφαστ

Η αρχή του τέλους

Στο Γουέμπλεϊ, απέναντι στον Εουσέμπιο, ο Μπεστ έφτασε στο απόγειο της δόξας του. Με τόσο μέλλον μπροστά του έμοιαζε απίθανο να αποτύχει, αλλά όποια ήταν η προσφορά του μετά, είχε να κάνει μόνο με το ταλέντο. Οι κακές συνήθειες, τόσο γοητευτικές για όλον τον κόσμο που ακόμη τον μνημονεύει ως έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιρικούς σολίστες στην ιστορία, τον κατέβασαν από την έδρα. Αλλά έγινε ένας φολκλορικός ήρωας, που γέννησε ιστορίες, άφησε ρητά τα οποία αναφέρονται ως η επιτομή του πνεύματος και της ζαβολιάς και έκανε ανθρώπους να τον αγαπήσουν και να του αφιερώσουν δημιουργήματα. Το 1972 ανακοίνωσε ότι αποχωρεί, αλλά επέστρεψε στη Γιουνάιτεντ, στην οποία έπαιξε ως το 1974, με συνολική σούμα 470 παιχνίδια και 179 γκολ. Περιπλανήθηκε σε άλλες ηπείρους, αρκεί να είχε λεφτά στην τσέπη του για να πίνει, έκανε καταχρήσεις και κοιμήθηκε με μοντέλα, βεβαίως καταστράφηκε, πορευόμενος στα άκρα, επενεργώντας κατά το διάφραγμά του.

Στο τέλος, αυτό που μένει είναι το τραγούδι του Ντον Φάρντον, «Belfast Boy», που βγήκε το 1970 και για πέντε εβδομάδες ήταν το νούμερο 32 στα βρετανικά τσαρτς. Σάτυρος και άγιος, αλαζόνας στον κολόφωνα της δόξας του, επηρμένος ακόμα και στην παρακμή, όμορφος και ζαβολιάρης, ο Τζορτζ Μπεστ ήταν ό,τι ήθελαν οι περισσότεροι άντρες να γίνoυν. Ο θάνατός του στα 59 ήταν η απόδειξη ότι δεν μπορούσαν να το διακινδυνέψουν.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News