Καμερούν-Αργεντινή: Ο Κλαούντιο Κανίγια ποτέ δεν έφτασε μακρύτερα

Η νίκη του Καμερούν επί της Αργεντινής στις 8 Ιουνίου 1990, για την πρεμιέρα του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Ιταλίας, μέσα στο «Σαν Σίρο», άφησε ως παρακαταθήκη μπόλικο ξύλο, ένα δολοφονικό τάκλιν και άγονες για το πού πηγαίνει το ποδόσφαιρο κουβέντες.

Το Καμερούν δεν ήταν ακριβώς άγνωστο στο ευρύ κοινό ως όνομα. Μόλις 8 χρόνια πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας, δηλαδή το 1982, είχε αξιοπρόσεκτη παρουσία στην αντίστοιχη διοργάνωση της Ισπανίας. Στον όμιλό του, μάλιστα, αποκλείστηκε αήττητο: από τα έξι παιχνίδια που παίχτηκαν στο πρώτο γκρουπ της διοργάνωσης, τα πέντε ήρθαν ισόπαλα. Το Καμερούν δεν έχασε από την Πολωνία, το Περού και την Ιταλία, αλλά δεν τους νίκησε κιόλας. Την προτελευταία αγωνιστική η παρέα του Ζμπίβνιεκ Μπόνιεκ έκανε τη διαφορά και συνέτριψε 5-1 το Περού και οι Ιταλοί πέρασαν, στην ισοβαθμία με τους Αφρικανούς, με την επίθεσή τους, μια και πέτυχαν 2 γκολ, ενώ οι Καμερουνέζοι μόνον ένα και μάλιστα εναντίον τους.

Αυτή η παρουσία ουδέναν θορύβησε. Τον Δεκέμβριο του 1989, μετά την κλήρωση για τους ομίλους, όπου η Αργεντινή έπεσε με τη Σοβιετική Ένωση, τη Ρουμανία και το Καμερούν, ο ομοσπονδιακός προπονητής της «αλμπισελέστε», Κάρλος Μπιλάρδο, σχολίασε ότι «η Σοβιετική Ένωση είναι σκληρός αντίπαλος, αλλά γενικώς είμαι ευχαριστημένος» και συνέχισε: «Ο όμιλός μας δεν είναι ο ευκολότερος, αλλά δεν θα έπρεπε να έχουμε πρόβλημα να προκριθούμε στο δεύτερο γύρο».

Το Καμερούν δικαίως δεν υπολογιζόταν. Οι στοιχηματικές εταιρείες έδιναν 500 λίρες σε μία παιγμένη για να κερδίσει το τουρνουά και αυτή ήταν η υψηλότερη απόδοση όλων. Το 1988, οι περισσότεροι διεθνείς έπαιζαν σε ομάδες της Γιαουντέ, στο Καμερούν, ενώ υπήρχαν και οι φωτεινές εξαιρέσεις: ο Τόμας Ν’ Κόνο έπαιζε στην Εσπανιόλ, εξαργυρώνοντας την παρουσία της εθνικής ομάδας της πατρίδας του στην Ισπανία, ενώ ο Αντρέ-Κανά Μπιγίκ πήρε μεταγραφή για τη Μετς, που έπαιξε στη Ligue 1 τη σεζόν 1989-90. Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές έπαιζαν στην εθνική ομάδα χωρίς αμοιβή και δίχως μέλλον. Το Καμερούν, με τόση προχειρότητα, θα έπρεπε να είναι μια χαρούμενη ομάδα, εμποτισμένη από αλεγρία, αλλά ούτε αυτό συνέβαινε. Οι παίκτες δεν είχαν καν… προπονητή. Στην πραγματικότητα, ο Πρόεδρος της χώρας, Πολ Μπιγιά, αποφάσισε για τον προπονητή της εθνικής ομάδας. Το 1988 επικοινώνησε με την ομοσπονδία ποδοσφαίρου της Ρωσίας και της ζήτησε να στείλει προπονητές, προκειμένου να βοηθήσουν την κατάσταση. Ο πρώτος που έφτασε προσελήφθη.

 

Το καμένο σπίτι του Ζοσέφ-Αντουάν Μπελ

Ο Βαλέρι Νεπομνιάσι ήταν προπονητής στην Κεπεντάγκ Ασγκαμπάτ, όχι, όχι στο σχολείο του Χόγκουαρντς αλλά σε ομάδα που εδρεύει στο Τουρκμενιστάν, τω καιρώ εκείνω παιδευόταν και παίδευε στη δεύτερη κατηγορία των πρωταθλημάτων της Σοβιετικής Ένωσης και δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Ο Νεπομνιάσι έφτασε στην Ντουάλα δίχως να ξέρει γαλλικά και αγγλικά και η συνεννόηση γινόταν με τον οδηγό της ρωσικής πρεσβείας στη χώρα. Ο Μπιγιά προσέλαβε τον Νεπομνιάσι ως προπονητή της εθνικής ομάδας και τον κράτησε στις αρχές του 1990 παρά την κασκαρίκα που έπαθε το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, όταν έχασε από τη Ζάμπια και τη Σενεγάλη για να μείνει εκτός νοκ άουτ στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής, το οποίο κατέκτησε η Αλγερία. Ούτως ή άλλως, το Καμερούν ήταν ο κάτοχος του τίτλου στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, δηλαδή τόσο το 1984 όσο και το 1988.

Στον προπονητή, εξυπακούεται, ουδείς είχε εμπιστοσύνη. Στον Ζοσέφ-Αντουάν Μπελ, το βασικό τερματοφύλακα της εθνικής ομάδας, αρκετοί περισσότεροι. Το Καμερούν θα στηριζόταν πάνω του, άλλωστε είχε κάνει μια εντυπωσιακή χρονιά στην Μπορντό και αυτό του έδινε αυτοπεποίθηση να λέει τη γνώμη του, ουσιαστικά, όμως, παρουσιάζοντας τους συμπαίκτες του σαν πληβείους, άξεστους που δεν ήξεραν κάτι για το κόσμο. Ο Μπελ, στα 36 του, έκανε μια καλή αρχή, ζητώντας χρήματα για τους διεθνείς παίκτες, αλλά λίγες εβδομάδες πριν την εκκίνηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου τα έκανε μαντάρα, λέγοντας πως «το Καμερούν δεν έχει οποιαδήποτε τύχη απέναντι στην Αργεντινή, αλλά και σε κάποια άλλη ομάδα».

Ο Νεπομνιάσι, που είχε δεσμευτεί ότι η θέση του στην ομάδα θα ήταν κλεισμένη, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι όταν ήρθε η εντολή άνωθεν για την καρατόμησή του, σε σημείο που ο Μπελ δήλωσε πως «θεωρούσα ότι εκείνος επέλεγε την ομάδα. Δεν το πιστεύω πια». Ο Καμερουνέζος τερματοφύλακας επέστρεψε στην αποστολή της Εθνικής το 1994 και αφού το Καμερούν δεν πήρε βαθμό στη διοργάνωση των ΗΠΑ, στην αφρικανική χώρα τον θεώρησαν υπεύθυνο και… έκαψαν το σπίτι που έμενε στην Ντουάλα. Ο Μπελ έγραψε τα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύθηκαν το 2011, με τίτλο «Vu de ma Cage» και σε αυτά υπήρχε ένα αμφιλεγόμενο κεφάλαιο για την ομάδα του 1990. Ο αμυντικός Στέφεν Τοτό δήλωσε κατηγορηματικά ότι είναι «500% ψέματα» και όταν ο Μπελ επέμεινε ότι αυτά που έγραψε ήταν η αλήθεια, ο Τοτό απάντησε: «Κάθε φορά που μιλούσε, η γλώσσα του ήταν βουτηγμένη στο δηλητήριο του εγωισμού.

 

Ο… τουρίστας Ροζέ Μιλά

Ο Πρόεδρος Πολ Μπιγιά, που ως τώρα έχει αφήσει να υπονοηθεί ότι έπαιρνε αποφάσεις τουλάχιστον ισότιμα με τον ομοσπονδιακό προπονητή, αποφάσισε, σχεδόν ένα μήνα από την έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου, στις 8 Ιουνίου του 1990, να επαναφέρει στην εθνική ομάδα τον Ροζέ Μιλά. Ο τελευταίος είχε… σταματήσει το ποδόσφαιρο από το 1987 (!), πάντως έπαιζε εντελώς ερασιτεχνικά. Σε χωριό. Στον Ινδικό ωκεανό. Η Σεν Πιερουάζ του Ρεουνιόν είχε δεχθεί τα κάλλη του, πάντως ο Μιλά επέστρεψε… τρέχοντας στην Εθνική, ενδεχομένως και χορεύοντας, δηλώνοντας «πάντα έτοιμος στην κλήση για τα χρώματα της πατρίδας μου». Ο Μιλά, μαζί με τον Τόμας Ενκόνο και τον Εμανουέλ Κουντέ, ήταν τα μόνα μέλη της ομάδας που είχαν παίξει και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982.

Η ομάδα (δεν) ήταν έτοιμη, ενώ στην προετοιμασία, στο Μπορντό και τη Γιουγκοσλαβία, οι ήττες διαδέχονταν η μία την άλλη. Όταν έφτασε η μέρα του παιχνιδιού, που ήταν και η πρεμιέρα του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ο Νεπομνιάσι αποφάσισε να δώσει φανέλα βασικού στον Ενκόνο, ο οποίος έπαθε κάτι που σήμερα θα αποκαλούνταν κρίση πανικού. Ο Ενκόνο δεν ήταν ακόμη 34 ετών, λέμε τώρα, το σίγουρο είναι ότι δεν ήθελε να βγει στο χορτάρι του «Σαν Σίρο». Μέχρι και τη μέρα που ο Μπελ ήταν στην αποστολή της ομάδας, ο Ενκόνο νόμιζε ότι θα ήταν εκτός αποστολής για τα παιχνίδια, αφού ο βασικός τερματοφύλακας του Καμερούν ήθελε αναπληρωματικός να είναι ο Ζακ Σονγκό. Ο τότε… άνεργος γκολκίπερ δεν σκέφτηκε, μόνο, ότι δεν ήθελε να παίξει, αλλά το είπε κιόλας. Άπαξ και αυτό έγινε, ουδείς μπόρεσε να τον πείσει. Τι του είπαν ότι θα έβαζαν τον Σονγκό και, αν αρνούνταν και εκείνος, θα χρησιμοποιούσαν κάποιον… αμυντικό της ομάδας, τι ότι δεν χρειαζόταν να έχει άγχος και να φοβάται, ο Ενκόνο έμεινε παρέα με το φόβο του και ούτε καν με τη σύζυγό του. Η τελευταία ήταν βέβαιη ότι δεν θα έπαιζε και δεν είδε το παιχνίδι, αφού εκείνη την ώρα πήγε για… ψώνια στο Μιλάνο. Ο Πολ Μπιγιά έδωσε τη λύση, καλώντας τον Ενκόνο στο τηλέφωνο και πείθοντάς τον να παίξει.

 

Οι μαϊμούδες, η ειρωνεία του Ντιέγκο Μαραντόνα και το τάκλιν του Μασίνγκ

Η Αργεντινή είχε το όνομα, αλλά όχι τη χάρη. Για την ακρίβεια, η ομάδα του Κάρλος Μπιλάρδο είχε δώσει 31 παιχνίδια από τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1986 μέχρι την πρεμιέρα του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1990 και είχε νικήσει τα έξι. Ο ομοσπονδιακός προπονητής το είχε ξαναζήσει, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Σέζαρ Μενότι και είχε δει την ομάδα του να κάνει τρεις νίκες στα 15 πρώτα παιχνίδια του. Η παρουσία του Ντιέγκο Μαραντόνα στην ενδεκάδα, βεβαίως, ήταν ένα σχεδόν αντικειμενικό κριτήριο ανωτερότητας. Ο «Ντίεζ» κατέκτησε με τη Νάπολι το δεύτερο πρωτάθλημά του, μαζί με το Κύπελλο UEFA, στους τελικούς με αντίπαλο τη Στουτγάρδη.  

Όπως και να είχε, όμως, ήταν το φαβορί. Παρ’ όλα αυτά, η πρεμιέρα του Παγκόσμιου Κυπέλλου γράφτηκε στα… κατάστιχα, αφού οι παίκτες του Νεπομνιάσι (που είναι, σε ελεύθερη μετάφραση, εκείνος που δεν θυμάται) «προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν τον Μαραντόνα κατά κύριο λόγο κλωτσώντας τον», όπως έγραφαν οι Άγγλοι ρεπόρτερ. Στις 8 Ιουνίου του 1990, στο Μιλάνο, γράφτηκε μία από τις σπουδαίες εκπλήξεις στην Ιστορία του Παγκόσμιου Κυπέλλου και οι υπενθυμίσεις δεν είναι αμελητέες. Πρώτα η αποβολή του Κανά-Μπιγίκ από τον Γάλλο Μισέλ Βοτρό στο 61’, για ένα όχι ηθελημένο, αν και από πίσω, μαρκάρισμα στον Κλαούντιο Κανίγια, και έπειτα το γκολ του Φρανσουά Ομάμ Μπιγίκ, που πήδηξε στον… θεό, με όση κυριολεξία μπορεί να εμπεριέχεται σε αυτήν τη φράση. Ο Μπιγίκ έφτασε στο ύψος του οριζόντιου δοκαριού της εστίας του Νέρι Πουμπίδο, χωρίς να διευκρινίζεται από το βίντεο αν πατάει πάνω στον Νέστορ Σενσίνι. Πιθανότατα με το δεξιό πόδι του τον αγγίζει τόσο ώστε να βρει το στήριγμα για να πετάξει. Αυτό το γκολ ήρθε έξι λεπτά αφού το Καμερούν έμεινε με δέκα. Η Αργεντινή, που δεν απειλούσε καν, είχε ξεμείνει από λύσεις.

Ένα λεπτό πριν τη λήξη του παιχνιδιού, με τον Κανίγια να κάνει μια κούρσα από τα δεξιά και αφού είχε προσπεράσει δύο ποδοσφαιριστές του Καμερούν, ο Μπενζαμίν Μασίνγκ λειτούργησε σαν άλτης του μήκους για να τον σταματήσει. Ο Αφρικανός αμυντικός προσγειώθηκε πάνω στον κορμό του ξανθού επιθετικού, ο οποίος είχε χάσει την ισορροπία του και έκλινε προς τα εμπρός. Το μαρκάρισμα αυτό έδειχνε την αποφασιστικότητα του Μασίνγκ να σταματήσει παντί τρόπω τον αντίπαλό του, σε ένα εντυπωσιακό στιγμιότυπο, πάντως, που η Αργεντινή έψαχνε την αντεπίθεση ενώ ήταν πίσω στο σκορ. Ο Βοτρό έβγαλε δεύτερη κόκκινη και έπειτα οι ηθικολόγοι έπιασαν δουλειά. Ο Γάλλος διαιτητής κατηγορήθηκε πως επηρέασε τη βία στο παιχνίδι με τις διαρκείς διακοπές, παρ’ ότι η εγκύκλιος από τη FIFA ήταν αυστηρή, ενώ ο Σεπ Μπλάτερ, γενικός γραμματέας της FIFA, είπε ότι «δεν είμαι χαρούμενος που ο διαιτητής επενέβαινε τόσο πολύ στο παιχνίδι, αλλά είμαι ικανοποιημένος που το έκανε».

Στο βιβλίο του για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, πάντως, ο Πιτ Ντέιβις ήταν φλεγματικός ως Άγγλος: «Η γενική πρόθεση δεν φαινόταν ότι ήταν να σπάσει τα πόδια του Κανίγια, αλλά να τα χωρίσει από το υπόλοιπο σώμα του».

Ο Μαραντόνα, από τη μεριά του, ήταν φιλύποπτα ήσυχος. «Νίκησε η καλύτερη ομάδα», δήλωσε, πριν αφήσει το δηλητήριό του, που θα εκτόξευε κατά… λίτρα πριν τον ημιτελικό με την Ιταλία στη Νάπολι: «Θεράπευσα την Ιταλία από το ρατσισμό. Είδατε; Όλοι υποστήριζαν το Καμερούν».

Στην Αφρική, πάντως, δεν υπήρχαν ηθικολογικά ζητήματα. «Μισούμε όταν οι Ευρωπαίοι ρεπόρτερ μάς ρωτούν αν τρώμε μαϊμούδες και αν έχουμε γιατρό μάγο», είπε ο Ομάμ-Μπιγίκ: «Είμαστε κανονικοί ποδοσφαιριστές και το δείξαμε αυτό απόψε».

Τη νίκη της πρεμιέρας κάλυψαν μόνο η πορεία του Καμερούν στα προημιτελικά της διοργάνωσης, οι τρελοί πανηγυρισμοί του Μιλά στα κόρνερ και ο ένδοξος αποκλεισμός, στο παιχνίδι με την Αγγλία. Ύστερα από εκείνο το 3-2 στην παράταση, με τα δύο πέναλτι του Γκάρι Λίνεκερ, ένα κορίτσι από το Μπαγκλαντές έβαλε τέλος στη ζωή του. «Ο αποκλεισμός του Καμερούν σημαίνει το τέλος της ζωής μου», έγραψε στο σημείωμά του.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News