Ιταλία: Ο «Κλέφτης των ποδηλάτων» ξαναχτυπά

Ο αποκλεισμός της Ιταλίας με θύτη τη Βόρεια Μακεδονία και η απουσία της στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ είναι ένα σοκ, αλλά δεν είναι κάτι ξένο για τη στατιστική και την… παράνοια των γειτόνων.

Η Ιταλία ηττήθηκε 1-0 από τη Βόρεια Μακεδονία στο Παλέρμο, δεν θα δώσει το «παρών» στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ, αλλά, παρά την έκπληξη, δεν μπορεί να πει κάποιος ότι, εκ του αποτελέσματος, δεν ήταν αναμενόμενο. 

Πιο άβολο σύστημα, για Ιταλία, από τα play off για την πρόκριση σε μεγάλη διοργάνωση, δεν υπάρχει. Τους είναι αδύνατον να φορέσουν εκρηκτικά μέσα από την τόσο γνώριμη μπλε φανέλα και να βγουν στο γήπεδο… τρώγωντας σίδερα. Η φύση τους είναι τέτοια, που σε αυτό το πρώιμο στάδιο πρέπει να έχουν ήδη εξασφαλίσει την πρόκριση, ώστε να μπορούν να λογίζονται κατευθείαν το… μαύρο άλογο για την πρόκριση στην τελική φάση.

Εδώ που τα λέμε, για τους Ιταλούς είναι… θάνατος οποιαδήποτε αντάμωση με μικρή ομάδα που κρίνει κάτι πολύ νωρίς. Αυτό μπορεί να είναι η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο, όπως και το 2018, όταν έμειναν εκτός από τους Σουηδούς πάλι στα μπαράζ, ή η πρόκριση στα παιχνίδια των νοκ άουτ μέσα στη διοργάνωση: η ήττα από τη Σλοβακία στη διοργάνωση του 2010, εκείνο το εκπληκτικό 3-2, είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Ο Αλεκσάνταρ Τραϊκόφσκι, λοιπόν, και το γκολ του στο 92’ του παιχνιδιού στο «Ρέντσο Μπαρμπέρα» στο Παλέρμο, έναν Νότο που δεν είναι… αθώος του αίματος σε ό,τι αφορά ποδοσφαιρικές καταστροφές, αρκεί κάποιος να θυμηθεί τον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1990 με την Αργεντινή στο «Σαν Πάολο», δεν είναι ένα πυροτέχνημα. Δεν ήρθε, παρά το σοκ που δημιούργησε, για να καταστρατηγήσει μια στατιστική ακολουθία τόσο όσο για να την ενισχύσει. Ακόμα και σε περιπτώσεις που οι Ιταλοί δεν έφταιγαν, όπως στην περίπτωση του αποκλεισμού από τη Νότιο Κορέα το 2002, το «χρώμα» του τρόμου τούς καταβάλλει απολύτως σε τέτοια παιχνίδια.

 

Η σύνδεση με την κοινωνία

Η σοφία του Τζιάνι Μπρέρα

Οι Ιταλοί νιώθουν πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια όταν δεν υπολογίζονται. Εξαιρουμένων των προπολεμικών χρόνων, οι οποίοι είναι ένα σημαντικό κομμάτι στην ιστορία τους, αλλά δεν αναδεικνύουν την ίδια τη φύση τους όπως αυτή αναδείχθηκε μεταπολεμικά, το ποδόσφαιρο της Ιταλίας είναι η ίδια η ζωή της, αποτυπώνει τις κοινωνικές νόρμες, την αδιαφορία, την τέχνη και, πιο σημαντικό σε αυτήν την περίπτωση, το φόβο και το δέος απέναντι στον εφιάλτη.

Η Ιταλία, άλλωστε, που έφερε τη λέξη «φασισμός», η οποία δεν έχασε ποτέ την αξία της και χρησιμοποιείται συναπτώς εδώ και πάνω από εβδομήντα χρόνια -άρα, αυτομάτως, τρίβεται και αλλοιώνεται σε πολλές περιπτώσεις, οπότε και μετατρέπεται σε παρωδία- ήταν από εκείνες τις λίγες χώρες που επέτρεψαν στην ύπαρξή τους ό,τι αποτελεί ηθική ντροπή και μέγιστο παράπτωμα, δηλαδή να αλλάξει συμμαχίες κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Από τον Άξονα βρέθηκαν στις συμμαχικές δυνάμεις και το κόστος δεν ήταν μικρό. Όπως ούτε το κέρδος: η συμπόνια από τους νικητές ήταν αρκετή, όχι για να τους βάλει σε μια πορεία ευφορίας αλλά, για να τους επιτρέψει να κάνουν τέχνη. Όσοι είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι οι ταινίες έσωσαν τους Ιταλούς, αποτυπώνουν μια γνώμη στην οποία ενυπάρχει η ουσία της ίδιας της ζωής (τους): ο «Κλέφτης των ποδηλάτων», του Βιτόριο ντε Σίκα, ένα αλληγορικό αριστούργημα, δεν βρήκε το δρόμο προς τις αίθουσες παρά το 1948, μόλις τρία χρόνια, δηλαδή, μετά το τέλος του Πολέμου, με έναν κόσμο που σφάδαζε από τις συνέπειές του. Οι Ιταλοί μπήκαν σε μια τροχιά αυτοκριτικής, κάτι που ενισχύθηκε στο ποδόσφαιρο και με τη γνώμη που εξέφρασε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζιάνι Μπρέρα, ο οποίος χαρακτήριζε τον εαυτό του «γιο του Πάδου»: «Ο Πόλεμος έδειξε ότι κάθε επιθετική διάθεση από μέρους μας καταλήγει σε ολοκληρωτική καταστροφή. Είμαστε γεννημένοι για να αμυνόμαστε -και αυτό ισχύει κυρίως για το ποδόσφαιρο».

Υπαρξιακά ζητήματα

Τι σημαίνει επίθεση

Κι ενώ δεν χρειάζεται να αναλυθούν τα τετριμμένα, το κατενάτσιο και το προπατορικό αμάρτημα του Φερούτσιο Βαλκαρέτζι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, δηλαδή το Τζιάνι Ριβέρα εναντίον Σάντρο Ματσόλα, το οποίο, κιόλας, γέννησε την ανασφάλεια των ομοσπονδιακών προπονητών στη χρησιμοποίηση δύο «δεκαριών» μαζί, κάτι που έκανε… σκόνη στη δική του θητεία, που έφερε και την κατάκτηση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2006 ο ευφυής Μαρτσέλο Λίπι, είναι δεδομένο και γεγονός ότι οι Ιταλοί αισθάνονται πολύ περισσότερο όμορφα όταν η πραγματικότητα γύρω τους είναι σουρεαλιστική: με τους κλόουν του Φεντερίκο Φελίνι, τα ονειρώδη πλάνα του Μικελάντζελο Αντονιόνι, την υπαρξιακή κατάπτωση του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, τη λατρεία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι προς τη σάρκα, το νεραϊδοκόσμο του Τζουζέπε Τορνατόρε, το μινιμάλ ύφος του Σέρτζιο Λεόνε.

Όταν η ζωή αντιγράφει αυτού του είδους την τέχνη, οι Ιταλοί βρίσκονται στο στοιχείο τους. Ένα παράδειγμα στο πόλο, το οποίο, κιόλας, εμφανίζεται κάτι επίκαιρο εξαιτίας της συνέντευξης του Γκέργκελι Κις στο Sportday.gr, είναι όταν αντάμωσαν με την Ουγγαρία, η οποία όδευε προς το τέταρτο διαδοχικό χρυσό μετάλλιό της, στον προημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. Οι Ιταλοί δεν δίστασαν να αποδομήσουν την ομάδα του Ντένες Κέμενι και να διαλύσουν την αύρα με την οποία περιφερόταν, δηλαδή ένα συγκρότημα διατεθειμένο να κάνει κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Διέλυσαν ό,τι έμοιαζε ως ειμαρμένη, ως γραφτό και ήταν εκείνοι που, τελικά, μετά και τη νίκη τους επί μίας διαλυμένης εις τα εξ ων συνετέθησαν και εκ των έσω Σερβίας, πήραν το ασημένιο μετάλλιο, αφού ηττήθηκαν στον τελικό από τους Κροάτες του Ράτκο Ρούντιτς.

Η πιο διάσημη αβαρία τους, βεβαίως, δεν ήταν άλλη από την πρόκληση του Μάρκο Ματεράτσι προς τον Ζινεντίν Ζιντάν. Θέλει ένα συγκεκριμένο επίπεδο παράνοιας για να παραβλέψεις ό,τι συνόδευε το τελευταίο παιχνίδι ενός εκ των πλέον αρμονικών καλλιτεχνών που έχει δει ποτέ το γήπεδο, να τον προκαλέσεις και, τελικά, να τον οδηγήσεις στον όλεθρο. Ακόμα και οι ίδιοι οι Ιταλοί ήταν σοκαρισμένοι έπειτα από την αποβολή του Ζιντάν, αλλά ήξεραν ότι αυτό είναι οι ίδιοι: για αυτό ζουν.

Η επανάληψη

Νέες καρικατούρες, ίδιες συγκινήσεις

Ταυτοχρόνως, όμως, η ντροπή παραμένει δική τους. Άλλος λαός που να μη δίνει δεκάρα για την ιδέα του υπόλοιπου κόσμου γι’ αυτόν, δεν υπάρχει. Οι Ιταλοί νιώθουν πιο άνετα ανάμεσα στα σκάνδαλα και τις σκανδαλώδεις συμπεριφορές, αισθάνονται πιο οικεία όταν είναι να πετάξουν όνειρα δεκαετιών στα σκουπίδια: είναι πρωταθλητές Ευρώπης, άλλωστε, επειδή νίκησαν στον τελικό του Euro την Αγγλία, την οποία είναι πιθανό να οδήγησαν στο ντιβάνι για επιπλέον δεκαετίες. Είναι εκείνοι που έχουν κατακτήσει δύο Παγκόσμια Κύπελλα ενώ στη χώρα το ποδόσφαιρο «μαστιζόταν» από την ντροπή των στημένων παιχνιδιών. Είναι εκείνοι που κράτησαν, το 1980, τη Γιουβέντους στην πρώτη κατηγορία, επειδή οι Ανιέλι απείλησαν με απολύσεις εργαζομένων στο εργοστάσιο της FIAT. Αυτοί που δεν έχουν πρόβλημα να παρουσιάζονται ως καρικατούρες και ταυτοχρόνως τιμωροί: ο Πάολο Ρόσι, ο Κλαούντιο Τζεντίλε, ο Ρίνο Γκατούζο, ο Μάσιμο Μπουλέρι, ο Αντόνιο Γκαρντίνι, o Πιέτρο Μενέα, ο Στέφανο Τεμπέστι, ακόμα και αυτός ο τρομερός Τζιανμάρκο Τάμπερι, ο άλτης του ύψους που με την αντίδρασή του στο χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς του Τόκιο προσυπέγραψε μία από τις πλέον αλησμόνητες στιγμές των Αγώνων.

Για την Ιταλία, ο κύκλος της επανάληψης δεν έχει διαχωρισμό: είναι φάρσα και τραγωδία, ισόποσα και, η αλήθεια είναι, για το θεατή ευχάριστα. Η παράθεση της ύπαρξής τους στον αγωνιστικό χώρο γεννά στο δέκτη κάθε λογής συναίσθημα. Κομψοί ήρωες και καρικατούρες, πρόκειται να ζήσουν ακριβώς τις ίδιες στιγμές με τους προγόνους τους. Στο τέλος, όμως, η συμπόνια είναι το κύριο. Γίνονται αγαπητοί και ξέρεις ότι πρόκειται να το ξεπεράσουν μέσα από την κωμωδία, η οποία θα διαμελίσει το είναι τους, ώστε να το δημιουργήσουν από την αρχή.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News