Γκαρίντσα: Ο θρύλος του 1962

Το τετριμμένο και η κοινοτοπία πρέπει να γίνονται αισθητές, κυρίως όταν αναφέρονται. Το σφυγμόμετρο στη Βραζιλία δεν θα ήταν δυνατόν να αποφανθεί πειστικώ τω τρόπω ότι ο Πελέ δεν είναι ο πιο δημοφιλής ποδοσφαιριστής στη χώρα. Ο θρύλος του Γκαρίντσα ακόμη ζει και βασιλεύει και όπως η γοργόνα ζητά να μάθει αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, κάτω από τον Εσταυρωμένο αναρωτιούνται πόσες γενιές πρέπει να περάσουν για να αναβιώσει το jogo bonito.

Ο Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος ήταν το όμορφο παιχνίδι αφ’ εαυτού. Η πολλές φορές κουραστική χρήση της μπάλας στα πόδια του γινόταν πονοκέφαλος για τους προπονητές του και τους συμπαίκτες του. Ο Γκαρίντσα με την πολιομυελίτιδα και την περίεργη ανατομία, με το ένα πόδι πιο κοντό από το άλλο, εμφανίστηκε ξαφνικά, το 1958, με τον Βισέντε Φέολα στον πάγκο, και έφυγε με τον ίδιο τρόπο, το 1966, μετά το 3-1 από την Ουγγαρία στο «Γκούντισον Παρκ», που άφησε τους Βραζιλιάνους εκτός των νοκ άουτ παιχνιδιών στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν η μοναδική ήττα του σε 50 παιχνίδια με τη «Σελεσάο». Ο μύθος του, όσο κι αν προσγειώθηκε στο παγκόσμιο στερέωμα με τα «τρία κορυφαία λεπτά ποδοσφαίρου που παίχτηκαν ποτέ», το 2-0 επί της Σοβιετικής Ένωσης στο «Ούλεβι» του Γκέτεμποργκ και τη ρητή εντολή του Φέολα στους παίκτες του πριν το ματς πρόκρισης στα προημιτελικά, «με το που θα κάνετε τη σέντρα, δώστε την μπάλα στον Γκαρίντσα», γιγαντώθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή.

Βίντεο από το παιχνίδι υπάρχουν, αλλά ο αστικός μύθος που ήθελε τον Γκαρίντσα να έχει την μπάλα στα πόδια τρία λεπτά χωρίς να την αγγίζει, και δίχως να πηγαίνει αντίπαλος κοντά, δεν φαίνεται ότι ισχύει. Υπάρχει μία φάση που ο Γκαρίντσα παίρνει την μπάλα και πάει ζιγκ ζαγκ ως έξω από τη μεγάλη περιοχή, σταματάει, προσποιείται ότι θα την δώσει, κοιτάζει τους αμυντικούς, οι οποίοι όντως δεν πλησιάζουν, και περνούν καλά 30 δευτερόλεπτα πριν κάνει τη σέντρα στην αντίθετη πλευρά, όπου παραλήπτης γίνεται ο Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο. Δεν είναι ό,τι αφηγούνται οι παραμυθάδες, αλλά είναι πειστικό.

Μετά τον τραυματισμό του Πελέ στο δεύτερο παιχνίδι, ένα 0-0 στη Βίνια ντελ Μαρ, ο Γκαρίντσα ανέλαβε δράση στο βαθμό που η προσφορά του Αμαρίλντο, τα δύο γκολ με την Ισπανία στο παιχνίδι της πρόκρισης των ομίλων, που η «Ρόχα» προηγήθηκε, και βέβαια το εκπληκτικό γκολ στον τελικό της 17ης Ιουνίου στο Σαντιάγκο, με το οποίο η Βραζιλία ισοφάρισε τους Τσεχοσλοβάκους, που προηγήθηκαν 1-0 με τον Γιόζεφ Μάζοπουστ, ο οποίος κέρδισε τη «Χρυσή Μπάλα» εκείνη τη χρονιά, υποτιμάται. Μάλιστα, εκείνο του σουτ σχεδόν από την εξωτερική γραμμή, όταν ο Βίλεμ Σρόιφ, τερματοφύλακας των Τσεχοσλοβάκων, περίμενε σέντρα, του έριξαν το φταίξιμο και το ανάθεμα, που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Στη σέντρα προς τον Ζίτο, για την κεφαλιά που έφερε το 2-1, δεν αντέδρασε καν, ενώ στο γκολ του Βαβά ξεγελιέται από την πορεία της μπάλας και την χάνει από τα χέρια του.

 

Η Χιλή της Ευρώπης και της Δημοκρατίας

Το Παγκόσμιο Κύπελλο έγινε στη Χιλή το 1962 τελείως εκ παραδρομής. Η FIFA ήθελε να δώσει τη διοργάνωση στην Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία, αλλά οι χώρες της Λατινικής Αμερικής ήταν ξεκάθαρες για το ότι αν δεν έπαιρνε μια χώρα της γραμμής της διοργάνωση δεν θα συμμετείχαν. Μετά το 1950 και τη Βραζιλία, η Ελβετία και η Σουηδία φιλοξένησαν τη διοργάνωση, οπότε θα παραήταν ελιτίστικο. Εδώ δεν χρειάζονται απορίες. Η ελίτ υπάρχει, αλλά αν σε ένα παιχνίδι που λογίζεται ως αξιοκρατικό -και είναι, τουλάχιστον μέσα στον αγωνιστικό χώρο- εμφανίζεται ξανά και ξανά, γίνεται προκλητική. Οπότε η ύπαρξή της έγκειται στο να κάνει κράτει όταν προσβάλλει το θυμικό.

Η Αργεντινή ήταν το απόλυτο φαβορί για να πάρει τη διοργάνωση, όμως η Παγκόσμια Ομοσπονδία έβαλε τα χεράκια της και έβγαλε τα ματάκια της, όταν πρότεινε στη γειτόνισσά της, τη Χιλή, να βάλει υποψηφιότητα ώστε να υπάρχει αξιοπρέπεια στη διαδικασία. Οι Χιλιανοί δεν το είδαν έτσι.Βρήκαν ότι η δίοδος προς τη δική τους χώρα, τόσο μέσα από το μεγάλο λιμάνι, το Βαλπαραΐσο, όσο και από την πρωτεύουσα, το Σαντιάγκο, ήταν κατά πολύ ευκολότερη από αυτήν στην Αργεντινή.

Οι Χιλιανοί δεν είχαν λόγο να κάνουν το… λαγό στην κούρσα των Αργεντινών για να αναλάβουν τη διοργάνωση. Από τις αρχές του 20ού αιώνα η σχέση μεταξύ τους ήταν επιδερμική. Οι Αργεντινοί και οι Ουρουγουανοί επικρατούσαν στο ποδόσφαιρο και οι Χιλιανοί, που θεωρούν εαυτούς πιο Ευρωπαίους από τους γείτονές τους και ειδικά ως το 1973 και τον Ογκούστο Πινοσέτ ότι το σύστημά τους ήταν έτι περαιτέρω δημοκρατικότερο σε σχέση με εκείνα στις δύο χώρες της Λατινικής Αμερικής, ήθελαν τη δική τους ευκαιρία για να λάμψουν. Η διοργάνωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου ήταν η τεράστια ευκαιρία τους, γι’ αυτό κιόλας το στρες για την επιτυχία και η πιθανότητα να επικρατήσουν οι γείτονές τους τους οδήγησε σε δύσβατα συναισθηματικά μονοπάτια, δυσθυμία και τελικά μίσος, που έγινε εμφανές, με την αρωγή και των Ιταλών, στη «μάχη του Σαντιάγκο», στις 2 Ιουνίου, όταν το ξύλο που έπεσε στην πρεμιέρα τους στη διοργάνωση ήταν μυθικό. Η κορεκτίλα από τις ευρωπαϊκές ανταποκρίσεις δεν θα γινόταν να τους ενοχλεί και, τουλάχιστον μέχρι να υποκλιθούν στη γοητεία των Βραζιλιάνων στον ημιτελικό, το 4-2, η χώρα ζούσε σε ρυθμούς Παγκόσμιου Κυπέλλου και ήλπιζε σε ένα λαμπρότερο μέλλον, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, αφού τα κομμάτια είχαν μοιραστεί. Μάλιστα, οι Χιλιανοί φαίνεται πως είχαν πάρει απρόσκοπτα το μέρος των Τσεχοσλοβάκων στον τελικό, αφού οι αποδοκιμασίες, όταν είχε την μπάλα στην κατοχή της η Βραζιλία, ήταν αδύνατον να προέρχονται από τους Τσεχοσλοβάκους, εκτός αν τα ηχεία έπιαναν… Πράγα.

Η Χιλή δημιούργησε μια ψευδαίσθηση ειδικά με την παρουσία του Ιβάν Ζαμοράνο στη Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά και το δίδυμο με τον Μαρσέλο Σάλας στην Εθνική, αλλά ακόμα και στην κορυφαία φουρνιά της, εκείνη των μέσων της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, με τις δύο απανωτές… κηδείες στην Αργεντινή για το Copa America το 2015 και το 2016 (στην έκδοση του Σεντενάριο για τον αιώνα του θεσμού) και την εκπληκτική παρουσία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, όταν αποκλείστηκε στη διαδικασία των πέναλτι με τη Βραζιλία στο παιχνίδι τους για τη φάση των «16», δεν μπόρεσε να υπερκεράσει τα εμπόδια αναγνωρισιμότητας και ο αποκλεισμός για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018, τον οποίο διαδέχθηκε και η απουσία της στο φετινό, του Κατάρ (21 Νοεμβρίου-18 Δεκεμβρίου), δεν βοηθά.

 

Ένα σινιάλο για αλλαγές

Μετά τα πρώτα 12 ματς στο Παγκόσμιο Κύπελλο, είχαν δοθεί τέσσερις κόκκινες κάρτες και είχαν τραυματιστεί, στο σημείο να χάσουν το υπόλοιπο της διοργάνωσης, 37 παίκτες. Το πιο θεαματικό παιχνίδι ήταν το Σοβιετική Ένωση-Κολομβία, όπου οι Λατινοαμερικανοί ανέτρεψαν το εις βάρος τους 4-1 και ισοφάρισαν σε 4-4 με τον Λεβ Γιασίν να τρώει γκολ από… συρτό κόρνερ. Το παιχνίδι Αγγλία-Βουλγαρία, 0-0, χαρακτηρίστηκε ως το πιο βαρετό όλων των εποχών. Στον προημιτελικό Βραζιλία-Αγγλία, που έληξε 3-1, ένας σκύλος μπήκε στο «Σοσαλίτο» και ο φορ των «τριών λιονταριών», Τζίμι Γκριβς, που τον έπιασε, το πλήρωσε, αφού ο σκύλος τον… κατούρησε. Οι Ισπανοί είχαν στην αποστολή τον Φέρεντς Πούσκας και τον Αλφρέντο ντι Στέφανο, αλλά μια θλάση του τελευταίου δεν του επέτρεψε να παίξει στο Παγκόσμιο Κύπελλο και ακόμη θεωρείται από τους κορυφαίους παίκτες που δεν έχουν παίξει στη διοργάνωση. 

Η διοργάνωση δαιμονοποιήθηκε χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Δόθηκε το σινιάλο για αλλαγές στο ποδόσφαιρο και… αλλαγές, αφού από εκείνο το σημείο και έπειτα επικράτησαν. Η χαμηλή παραγωγή σε γκολ, με έξι παίκτες, τον Γκαρίντσα, τον Βάβα από τη Βραζιλία, τον Λιονέλ Σάντσες από τη Χιλή, τον Φλόριαν Άλμπερτ από την Ουγγαρία, τον Βαλεντίν Ιβανόφ από τη Σοβιετική Ένωση και τον Ντράζαν Γέρκοβιτς από τη Γιουγκοσλαβία, η οποία απέκλεισε τους Δυτικογερμανούς και έφτασε στα ημιτελικά, όπου ενώπιον λιγότερων από 6.000 φιλάθλους ηττήθηκε 3-1 από την Τσεχοσλοβακία, να πετυχαίνουν τέσσερα γκολ.

Οι Χιλιανοί απέτυχαν να κάνουν όνομα ως ευγενικοί οικοδεσπότες και η Παγκόσμια Ομοσπονδία βασίστηκε στη «μητέρα του ποδοσφαίρου», την Αγγλία, ώστε το 1966 να αποκαταστήσει το όνομά της σε ευγένεια και savoir vivre.

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News