Euro 1996: Ο «ξαφνικός θάνατος» που άρχισε στο Γουέμπλεϊ και τελείωσε στον... Δέλλα

Euro 1996: Ο «ξαφνικός θάνατος» που άρχισε στο Γουέμπλεϊ και τελείωσε στον… Δέλλα | Αφιέρωμα | Ήρωες του αθλητισμού | Euro 1996 | Ποδόσφαιρο

Το δεύτερο γκολ του Όλιβερ Μπίρχοφ στον τελικό του Euro 1996 στο Γουέμπλεϊ, μεταξύ της Γερμανίας και της Τσεχίας (2-1), στις 30 Ιουνίου, ήταν το πρώτο μιας νέας εποχής που δεν κράτησε πολύ, αλλά τελείωσε με τον… Τραϊανό Δέλλα.

Δεν επρόκειτο για blitzkrieg. Αλίμονο. Ο Όλιβερ Μπίρχοφ ήταν ο πιο αργός επιθετικός ενός γερμανικού συγκροτήματος που δεν έβριθε από μπριο και φαντασία. Η περίοδος εσωστρέφειας (αναντίστοιχης με τη γεωγραφική… εξωστρέφεια μετά την πτώση του τείχους) είχε αρχίσει. Ουδείς από την ομάδα του Μπέρτι Φογκτς λογιζόταν ως το σπουδαίο ταλέντο, που θα οδηγούσε τη Γερμανία στην επόμενη μέρα. Ο Ματίας Ζάμερ, το «φρέσκο στοιχείο», ένας σπουδαίος αμυντικός που χρίστηκε μέχρι και διάδοχος του Φραντς Μπεκενμπάουερ για την έφεσή του στο επιθετικό παιχνίδι (και που αυτή εκπορευόταν από το ότι κανονικά έπαιζε μέσος, πριν χρησιμοποιηθεί ως ο συνδετικός κρίκος στην άμυνα), ήταν 29 χρόνων. Μόνο ο Μεμέτ Σολ αχνοφαινόταν ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μελλοντικό ανάχωμα.

Από την ομάδα του 1990, που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ιταλία, κοινοί ήταν έξι ποδοσφαιριστές. Ο τερματοφύλακας Αντρέας Κέπκε, ο σπουδαίος στόπερ Γιούργκεν Κόλερ, ο σημαντικός δεξιός οπισθοφύλακας Στέφαν Ρόιτερ, οι μέσοι Άντι Μέλερ και Τόμας Χέσλερ και ο αρχηγός της ομάδας, ο φορ Γιούργκεν Κλίνσμαν. Οι άλλοι ήταν, σοβαρά, ρολίστες. Πλην του Μάριο Μπάσλερ, παικταράς, που στην Εθνική ουδέποτε τον εμπιστεύθηκαν, οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές ούτε κατά διάνοια ήταν πρωταγωνιστές στις ομάδες τους. Ήταν όλοι, βεβαίως, καλοί παίκτες, αλλά όχι εκείνη η ομάδα του Μπεκενμπάουερ, που τρομοκράτησε τον κόσμο. Αν μπει σε σειρά ποιότητας, αυτή η ομάδα ήταν χειρότερη από όλες των δεκαετιών του ’70 και του ’80, αλλά και τις υπόλοιπες των 90s, και ήταν καλύτερη μόνο από το συγκρότημα που έφτασε στο σημείο μηδέν -και έκρουσε ηχηρό κώδωνα κινδύνου- στο Euro 2000.

Αργά και οδυνηρά

Δεν επρόκειτο σίγουρα για blitzkrieg, δηλαδή την τακτική του ξαφνικού πολέμου που χρησιμοποίησαν οι Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Όλιβερ Μπίρχοφ, ακριβής σαν ελβετικό εκκρεμές, γύρισε με το… πάσο του και ήταν ο όγκος του εκείνος που εμπόδισε τον Κάρελ Ράντα να δει από πού θα έστριβε. Από εποχής Ούβε Ζέελερ, πάντως, όλοι οι Γερμανοί επιθετικοί, με απαύγμασμα το θρυλικό Γκερντ Μίλερ, υπήρξαν μοναδικοί στο να στρίβουν το κορμί τους και να σουτάρουν. Σε εκείνη τη φάση, μετά τη βαθιά μπαλιά του Τόμας Χέλμερ, ο Μπίρχοφ, που έχει ισοφαρίσει το πέναλτι του Πάτρικ Μπέργκερ ύστερα από την εκτέλεση φάουλ του Κρίστιαν Τσίγκε, λειτουργεί ως γέφυρα και ως σκόρερ: «σπάει» την μπάλα με το κεφάλι στον Κλίνσμαν, ο οποίος την παίρνει στα δεξιά και μετά, με δύο ποδοσφαιριστές, τον Μέλερ και τον Στέφαν Κουντς, να γεμίζουν την περιοχή έχοντας βάλει στις πλάτες τους τους προσωπικούς αντιπάλους τους, του την στέλνει στα αριστερά της περιοχής της Γερμανίας.

Ο Μέλερ, που έχει πίσω του τον Βλάντιμιρ Σμίτσερ, «κόβει» ελαφρώς προς τα δεξιά και ο προσωπικός αντίπαλός του δεν τον ακουλουθεί, διότι βλέπει ότι ο Μπίρχοφ, που προφυλάσσει την κατοχή από τον Ράντα, δεν έχει τρόπο να πασάρει, οπότε θα πρέπει υποχρεωτικά να σουτάρει. Η  μπάλα βρίσκει πάνω του και αλλάζει πορεία στο βαθμό που ο Πετρ Κούμπα, ο οποίος έχει κλίση προς τα δεξιά, στρίβει τα χέρια του για να μπλοκάρει. Το σουτ είναι αργό, οπότε πιθανώς του δημιουργείται ένσταση για το αν πρέπει να κρατήσει την μπάλα ή απλώς να την διώξει.

Ο κακομοίρης ο Τσέχος τερματοφύλακας, όπως ο πρόδρομός του, Βίλιεμ Σρόιφ, στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1962 επί της Βραζιλίας, έβλεπε την μπάλα να πηγαίνει αργά και οδυνηρά στα δίχτυα. Και εκείνη τη στιγμή, όταν την απορρόφησε το τέρμα της εστίας του, το παιχνίδι τελείωσε. Στο 95’, μόλις πέντε λεπτά από την έναρξη της παράτασης.

 

Από τον Μπίρχοφ στον Δέλλα

Μπορεί να μην επρόκειτο για blitzkrieg, αλλά ήταν το πρώτο «Χρυσό Γκολ» στην Ιστορία. Η ονομασία του, βεβαίως, προέρχεται από επίσημα χείλη. Στον πραγματικό κόσμο, ονομάστηκε «ξαφνικός θάνατος» και τη δεκαετία που διατηρήθηκε… πέθαναν πολλοί. Ο κανονισμός ίσχυε από την αρχή του Euro 1996, αλλά μόνο στον τελικό μπήκε γκολ στην παράταση. Ακόμη μεμψιμοιρούν οι Άγγλοι για τα ελάχιστα εκατοστά που απείχε η μπάλα του ποδιού του Πολ Γκάσκοϊν, μετά την μπαλιά του Ντάρεν Άντερτον, στον ημιτελικό με τη Γερμανία.

Το «Χρυσό Γκολ» ήταν μια διαδικασία που γινόταν να καταστρέψει την ψυχή και το πνεύμα, περισσότερο από τα πέναλτι. Δεν έπαιρνε οποιαδήποτε προετοιμασία, γινόταν μπαμ και κάτω. Το ίδιο με τους Τσέχους έπαθαν οι Ιταλοί στην παράταση του τελικού του Euro 2000, όταν ο Νταβίντ Τρεζεγκέ χάρισε το τρόπαιο στους Γάλλους. Δύο χρόνια αργότερα, η κεφαλιά του Γιανγκ Χουάνγκ Αν, στο παιχνίδι με τη Νότιο Κορέα για το Παγκόσμιο Κύπελλο, ήταν το ίδιο αφόρητο πάθημα. Αν και δεν ήταν ο χειρότερος λόγος για να ακυρωθεί, η… ξενέρα του θεατή, με το παιχνίδι να τελειώνει απότομα υπήρξε αποκαλυπτική. Αργότερα, το «Χρυσό Γκολ» έγινε… Ασημένιο. Δηλαδή αν σημειωνόταν στο πρώτο ημίχρονο της παράτασης, η ομάδα που θα το έτρωγε θα είχε την ευκαιρία, έως τη λήξη του, να το «βγάλει», αλλιώς το παιχνίδι θα τελείωνε εκεί. Αλλιώς, αν δεν έμπαινε στο πρώτο τέταρτο και οι δύο ομάδες πήγαιναν στο δεύτερο, θα παιζόταν όλο το ημίχρονο, ανεξαρτήτως πόσα γκολ θα έμπαιναν.

Το τελευταίο τέτοιο γκολ σημειώθηκε την 1η Ιουλίου 2004. Ήταν η τελευταία φορά που σε ένα παιχνίδι δεν παίχθηκε όλη η παράταση. Αν και δεν χρειάζεται επιπλέον επεξήγηση, η κεφαλιά του Τραϊανού Δέλλα στον ημιτελικό του Euro 2004 με την Τσεχία, στο 105’ της αναμέτρησης, «σκότωσε» το ματς, αφού μπήκε σχεδόν με τη λήξη του ημιχρόνου. Το «Χρυσό Γκολ» έπαψε, σε κάθε μορφή του, να υπάρχει. Τότε, όμως, αρκούσε για να στείλει την Εθνική στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, στο τελευταίο βήμα πριν τη μεγαλύτερη έκπληξη στην Ιστορία των διεθνών διοργανώσεων.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News