Βαλερί Λομπανόφσκι: Ο αυτοκράτορας των πάγων και η γεωμετρία

Ανέκφραστος και ψυχρός, ο Βαλερί Λομπανόφσκι έμοιαζε με αυτήν την αρκούδα, που αποτέλεσε το σύμβολο της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, επρόκειτο για έναν πρωτοπόρο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και οι μεγάλες ομάδες της Ντινάμο Κιέβου και της ΕΣΣΔ το αποδεικνύουν. Ο Βαλερί Λομπανόφσκι πέθανε στις 13 Μαΐου 2002 και το ποδόσφαιρο έχασε, πριν από είκοσι χρόνια, το σπουδαιότερο μαθηματικό του. 

Όπως ο προκάτοχός του, Βίκτορ Μάσλοφ, ο Βαλερί Λομπανόφσκι, γεννημένος στις 6 Ιανουαρίου 1939 στο Κίεβο, παρακολουθούσε ανέκφραστος τα παιχνίδια της Ντινάμο Κιέβου και της Σοβιετικής Ένωσης. Σαν ταρριχευμένος, σαν κάποιος που τοποθέτησαν στον πάγκο μόνο για να φοβίζει τον αλγόριθμο, ο σοφός Νέστορας του σοβιετικού ποδοσφαίρου, ένας από τους πρώτους προπονητές που είδαν την εκμετάλλευση του χώρου στο παραμικρό εκατοστό του και τα γεωμετρικά σχήματα ως κινησιολογική ποδοσφαιρική έκφραση, ο Λομπανόφσκι λειτουργούσε ως αλγόριθμος: εξετάζονταν οι παίκτες προκειμένου να διαπιστωθεί η βαθμολόγησή τους σε αυτό που τους τέθηκε να κάνουν στις αρχές της εβδομάδας. Ένα αφοριστικό ρητό αναφέρει ότι μόνο η πειθαρχία μπορεί να οδηγήσει στην ελευθερία και η τελευταία μεγάλη ομάδα του αυτοκράτορα των πάγων, η Ντινάμο Κιέβου του 1999, περιποιούσε την ύψιστη απόδειξη γι’ αυτό.

Ο άνθρωπος που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στην καριέρα του Λομπανόφσκι ήταν ο Μάσλοφ, αν και όποιος ψάχνει για μια σχέση δασκάλου-μαθητή ατύχησε. Εδώ επρόκειτο για διαφορά χαρακτήρων, ακόμα και προσέγγισης: ο δεύτερος, είτε στην Τορπέντο Μόσχας είτε στη Ροστόφ να-Ντόνου είτε στην Ντινάμο υπήρξε πράος και έδινε μεγάλη σημασία στον αυτοσχεδιασμό σε σημείο που, σε παιχνίδι της Τορπέντο, οι παίκτες του απέρριψαν αλλαγή που ετοίμαζε και εκείνος την απέσυρε. Αυτό ήταν κάτι πρωτάκουστο για ανατολικό προπονητή, ακόμα και τη δεκαετία του ’60. Ο Μάσλοφ ήταν ο προπονητής των παικτών, το παρατσούκλι του ήταν «Ο παππούς». Ο Λομπανόφσκι ήταν το απόλυτο αφεντικό, εκείνος που θα έδινε στους παίκτες οδηγίες που δεν θα γινόταν παρά να τις υπακούσουν. Όταν ήταν αυτός στον πάγκο, η έννοια ιδέα δεν υπήρχε κάπου αλλού παρά μόνο στο τεχνικό τιμ.

Το μίσος

Ο Μάσλοφ θεωρείται ο πρώτος προπονητής στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο που δοκίμασε το 4-4-2. Ο λόγος, όμως, που ο Λομπανόφσκι, ένας σπουδαίος μεσοεπιθετικός της Ντινάμο Κιέβου, τον έβαλε στο στόχαστρο είναι αναπόδεικτος. Κάποιοι αναφέρουν ότι η «κόντρα» τους άρχισε το 1964, όταν, ύστερα από προετοιμασία της Ντινάμο στη Μαύρη Θάλασσα, το αεροπλάνο που θα την πήγαινε στο Κιέβο έκανε, λόγω καιρού, αναγκαστική προσγείωση στη Συμφερούπολη και ο Μάσλοφ παρήγγειλε βότκα στους παίκτες. Έκανε πρόποση για την επιτυχία της ομάδας στο νέο πρωτάθλημα και ήπιαν όλοι εκτός του Λομπανόφσκι. Όταν ο Μάσλοφ τού ζήτησε να πιει, ο Λομπανόφσκι αρνήθηκε. Ο πρώτος τον καταράστηκε και ο δεύτερος του απάντησε επίσης με κατάρα. Από τότε οι σχέσεις τους μπήκαν στον πάγο. Αυτό, μάλιστα, έγραψε ο αθλητικογράφος Αρκάντι Γκαλίνσκι, ο οποίος, όμως, φέρεται να ήθελε να διώξει τον Λομπανόφσκι από το Κίεβο και να τον στείλει στη Μόσχα. Αυτόπτες μάρτυρες του επεισοδίου αναφέρουν πως ναι μέν ο τελευταίος δεν ήπιε βότκα, καθώς η αυτοπειθαρχία του υπήρξε παροιμιώδης, παρ’ όλα αυτά ο προπονητής του σεβάστηκε την απόφασή τoυ.

Μια άλλη ιστορία για το «ράγισμα» στις σχέσεις τους αναφέρει ότι σε ένα παιχνίδι με τη Σπαρτάκ στη Μόσχα, στις 27 Απριλίου του 1964, για το πρωτάθλημα, με την Ντινάμο να προηγείται 1-0 εξαιτίας του γκολ του Λομπανόφσκι, ο Μάσλοφ τον απέσυρε με 20 λεπτά για τη λήξη. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής της Ντινάμο βγήκε αλλαγή. Η Σπαρτάκ ισοφάρισε και ακούστηκε έντονα ότι ο προπονητής της Ντινάμο και ο ομόλογός του, Νικίτα Σιμονιάν, είχαν κανονίσει την ισοπαλία, κάτι με το οποίο ο Λομπανόφσκι δεν συμφωνούσε. Όπως και να έχει, το επόμενο παιχνίδι ήταν το τελευταίο του με την Ντινάμο, στην οποία θα επέστρεφε το 1973 ως προπονητής.

Μια τρίτη εκδοχή, που μοιάζει και η επικρατέστερη σε βάθος χρόνου, ήταν ότι ο Λομπανόφσκι κρατούσε πολύ την μπάλα στα πόδια του. Ήταν τόσο καλός, που όταν πέθανε, στις 13 Μαΐου του 2002, υπήρξαν άπειρα τηλεγραφήματα τα οποία τον εκθείαζαν μόνο ως ποδοσφαιριστή, άνθρωποι που έγραφαν ότι πήγαιναν να τον παρακολουθήσουν είτε με τη φανέλα της Ντινάμο είτε με εκείνη της Τσερνομόρετς είτε με αυτήν της Σπαρτάκ την τελευταία σεζόν του, το 1967-68, όταν και αποχώρησε στην ηλικία των μόλις 29, για να τον δουν να ντριμπλάρει και να εκτελεί κόρνερ, τα οποία στον κόσμο μόνο ο θρυλικός Βραζιλιάνος Ντιντί χτυπούσε με τον ίδιο τρόπο. Τον φώναζαν «κορδόνι», επειδή η μπάλα, όχι μόνο δεν ξεκολλούσε από το παπούτσι του αλλά, έμοιαζε να είναι κολλημένη στα κορδόνια του. Ο Λομπανόφσκι ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποιούσαν το σουτ-μπανάνα, δηλαδή το σουτ με το εσωτερικό φάλτσο που η μπάλα παίρνει πλάγια καμπύλη.

Οι μέθοδοι

Ο Λομπανόφσκι αγαπούσε πολύ το ποδόσφαιρο, αλλά στο κομμάτι της ψυχαγωγίας τον κάλυπτε μόνο όταν έπαιζε. Ο ίδιος ένιωθε επιστήμονας, είχε πάρει χρυσό μετάλλιο στα μαθηματικά μόλις τελείωσε το γυμνάσιο. Σπούδασε Θερμοδυναμική στο Ινστιτούτο Επιστημών του Κιέβου και είχε αποφανθεί ότι «όλη η ζωή είναι ένας αριθμός». Αυτές οι σπουδές και ο θαυμασμός του για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όταν παρουσιάστηκαν σε πρώιμο στάδιο, τον βοήθησαν να νικήσει τον εαυτό του, εκείνον του ποδοσφαιρικού αρτίστα που έφτασε στο σημείο να σαρκάζει τους αντιπάλους του, και να παραδεχθεί ότι «δεν θα μπορούσα να έχω ποτέ έναν παίκτη όπως ο Λομπανόφσκι στην ομάδα μου». Θα μπορούσε, πάντως, ή μάλλον θα έπρεπε, να έχει οπωσδήποτε τουλάχιστον έναν κοκκινομάλλη στην ομάδα του, καθώς, αφού και ο ίδιος είχε αυτό το χρώμα στα μαλλιά του, απολάμβανε αυτήν την πρόληψη. Έφτασε στο σημείο να προβιβάσει, κάποτε, τον Αντρέι Γκούσιν από τη δεύτερη ομάδα στην πρώτη, προκειμένου να το τηρήσει.

Στην ουσία, λοιπόν, ο Λομπανόφσκι συμφώνησε με τον Μάσλοφ, τον οποίο χαρακτήρισε «σπουδαίο τακτικιστή». Αλλά μόνο σε αυτό. Ενώ ήταν παίκτης, προχώρησε στην… αποσυναρμολόγηση του ποδοσφαίρου και στο νέο «κτίσιμό» του με τα ίδια κομμάτια. Αισθανόταν ντροπή με τις νίκες που έρχονταν ενώ η ομάδα του έπαιζε άσχημα και είχε τη γνώμη ότι «είναι αδιανόητο να βασίζεσαι στην τύχη ή το λάθος στο σύγχρονο ποδόσφαιρο». Αυτό που είπε μετά, όμως, συμπυκνώνει τη λογική του: «Εκείνο που χρειάζεται είναι να δημιουργηθεί το πλαίσιο αρχών και η ομάδα με εκείνους που θα τις ακολουθήσουν και θα δεσμευτούν σε μια κοινή αγωνιστική αξία».

Το 1969 θα γινόταν υδραυλικός, αλλά η πρόταση της Ντνιέπρ, ομάδας της Β’ Εθνικής, να την αναλάβει, καθόρισε την πορεία του. Η ροπή του προς τις θετικές επιστήμες τον έκανε να βλέπει το ποδόσφαιρο ως ένα πρόβλημα, που έπρεπε να βρει την απόδειξή του. Μόνο έτσι θα λειτουργούσε. Βέβαια, το γεγονός ότι οι παίκτες είναι άνθρωποι, με μνήμη και αντανακλαστικά, ο συγκερασμός των οποίων δημιουργεί τα συναισθήματα, αποδείχθηκε τροχοπέδη.

Ο Λομπανόφσκι γνωρίστηκε με τον Ανατόλι Ζελέντσοφ, ειδικό στη βιοενέργεια. Ο τελευταίος έγινε η λύση στο πλάνο που είχε ο προπονητής της Ντνιέπρ στο μυαλό του, για ακούραστο πρέσινγκ, απότοκο της φυσικής κατάστασης. Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας, προεξάρχοντος του γενικού γραμματέα του, Βολοντίμιρ Σεβίντσκι, αποφάσισε να αποδεσμεύσει τον Αλεξάντερ Σεβίντοφ της θέσης του προπονητή της Ντινάμο, στα τέλη του 1972, ο Λομπανόφσκι απέρριψε την πρόταση. Στα τέλη του 1973, όμως, δέχθηκε. Η εννιαετία του στο Kίεβο, στην οποία κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα Σοβιετικής Ένωσης, τρία Κύπελλα, ενώ πήρε το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1975 με το 3-0 επί της Φερεντσβάρος στο «Σεντ Γιάκομπ» της Βασιλείας και το ευρωπαϊκό Super Cup με τις δύο νίκες, 1-0 στο Μόναχο και 2-0 στο Κίεβο, όλα τα γκολ ο αέρινος Όλεγκ Μπλαχίν, επί της Μπάγερν Μονάχου, υπήρξε η πλέον παραγωγική στην καριέρα του. Κατέκτησε άλλα τέσσερα πρωταθλήματα Σοβιετικής Ένωσης, τρία από το 1984 έως το 1990, στη δεύτερη θητεία του, όπως και πέντε πρωταθλήματα και τρία Κύπελλα Ουκρανίας, από το 1997 έως το θάνατό του, το 2002.  

Ο λόγος ήταν ότι η Ντινάμο μπορούσε να κάνει μικρές αλλαγές στο στυλ παιχνιδιού της, που θα βρισκόταν ένα βήμα μπροστά από τον αντίπαλό της όταν αυτός προσαρμοζόταν. Ο βασικός κανόνας ήταν: Να διευρύνεις το χώρο όταν έχεις την κατοχή της μπάλας και να τον μικραίνεις όταν τη χάνεις.

Το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο. Τόσο αυτή η ομάδα όσο και εκείνες του 1986, με το Κύπελλο Κυπελλούχων μετά το 3-0 επί της Ατλέτικο Μαδρίτης στο «Ζερλάν» της Λυών, και της διετίας 1997-99, με το 4-0 επί της Μπαρτσελόνα στο «Καμπ Νου» και την εμφάνιση του νέου αστέρα, Αντρέι Σεφτσένκο, και την πορεία ως τα ημιτελικά του Champions League πριν τον αποκλεισμό με την Μπάγερν στο συναρπαστικό 3-3 του «Ολιμπίσκι», αμύνονταν ομαδόν, αφού «είναι πιο εύκολο να πάρεις την μπάλα από τον αντίπαλο όταν μαρκάρουν 11 παίκτες», και επιτίθεντο με αυτά τα ξεσπάσματα και τις εκρήξεις που τόσο αγαπούσε ο Λομπανόφσκι.

Παρ’ όλα αυτά, η ικανοποίησή του ήταν ότι πολύ συχνά αυτά τα αποτελέσματα δεν ήταν προϊόν τύχης. Υπήρξε λεπτολόγος έως μυελού οστέων και έκανε λίστες με τις ενέργειες που έπρεπε να γίνονται σε ένα παιχνίδι! Υπήρχαν 14 αμυντικές ενέργειες και 13 επιθετικές, εξ αυτών αναφέρονταν συγκεκριμένες δημιουργίες. Κάποια στιγμή ένας παίκτης τόλμησε να… συζητήσει, λέγοντας «σκέφτομαι όμως ότι…» και ο Λομπανόφσκι τον κεραυνοβόλησε: «Μη σκέφτεσαι! Αυτό είναι δική μου δουλειά! Να κάνεις ό,τι σου λένε».

Αν κάτι τον καταδίωκε ως το τέλος της ζωής του, αυτό ήταν το 4-3 από το Βέλγιο στο ματς της φάσης των «16» για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. «Ο προπονητής δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα παιδαριώδη λάθη των παικτών και τα διαιτητικά εγκλήματα», είχε πει ο άνθρωπος προς τιμή του οποίου ο Ιγκόρ Μπελάνοφ, νικητής της «Χρυσής Μπάλας» το 1986, ονόμασε το γιο του Βαλερί, δίχως να έχει καν φιλική σχέση μαζί του και που για τον οποίο ο Σεφτσένκο είχε πει ότι «με έκανε ποδοσφαιριστή». Πράγματι, το λάθος του Αντρέι Μπαλ και η εχθρική διαιτησία του Σουηδού Έρικ Φρέντρικσον ήταν οι λόγοι του αποκλεισμού στο Μεξικό.

Όμως, αν κάτι ψυχανεμίστηκε ο αναγνώστης μέσα από αυτές τις λέξεις, είναι ότι αυτό το σπουδαίο ποδοσφαιρικό μυαλό εύχεται να μπορούσε να τα αντιμετωπίσει. Ή, μάλλον, ότι δεν το απέκλειε πως ήταν εφικτό.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News