Αντζ Ποστέκογλου: Η Χούντα, η ξενιτιά, ο Πούσκας, οι σαμουράϊ και η δικαίωση στη Σκωτία

Ο Θεολόγος Αλεξανδράτος γράφει για τη ζωή του Αντζ Ποστέκογλου που θα μπορούσε να είναι ταινία για τον θρίαμβο του μετανάστη που δούλεψε σκληρά και πέτυχε.

Τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και οι αρχές των 70ς δεν ήταν και τα καλύτερα στην Ελλάδα. Η στρατιωτική χούντα έκανε δύσκολη τη ζωή πολλών οικογενειών και αυτή του Αντζ Ποστέκογλου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

O νυν προπονητής της Σέλτικ γεννήθηκε στην προφυγική Νέα Φιλαδέλφεια στα τέλη του Αυγούστου του 1965. Ο πατέρας του Δημήτρης εργαζόταν σαν επιπλοποιός και όταν η δουλειά του έκλεισε λόγω της χούντας το 1970, πήρε την μεγάλη απόφαση: μαζί με τη γυναίκα του Βούλα και τα παιδιά του Αγγελο και Ελισσάβετ μπήκαν στο καράβι «Πατρίς» κι έφυγαν για την Αυστραλία.

Ηταν μια μεγάλη θυσία κι ένα άλμα πίστης. Μετά από ταξίδι ενός μήνα έφτασαν στη Μελβούρνη, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων αλλά εκεί στην ξενιτιά βρήκαν σπίτι, δουλειά και παρηγοριά. Ο Δημήτρης Ποστέκογλου συνέχισε να δουλεύει ως επιπλοποιός, η Βούλα εργάστηκε σε εργοστάσιο ρούχων και τα παιδιά πήγαν σε ελληνικό σχολείο.

«Οι άνθρωποι μεταναστεύουν σε έναν ξένο τόπο για μια καλύτερη ζωή. Οι γονείς μου δεν το είχαν αυτό στην Αυστραλία. Μετακόμισαν εκεί για να δώσουν σε εμένα την ευκαιρία να έχω μια πραγματική ευκαιρία για καλύτερη ζωή. Ξέρω τι θυσίασαν και τι τράβηξαν οι γονείς μου για να φτάσω εδώ που έφτασα. Σπατάλησαν τη δική τους ζωή για να μπορώ εγώ σήμερα να κάνω αυτό που κάνω. Εγώ δεν αισθάνομαι ότι πηγαίνω στη δουλειά κάθε μέρα στη Γλασκώβη, νιώθω ότι ζω το όνειρό μου» είπε πρόσφατα ο 57χρονος προπονητής στο BBC.

Το μήλο κάτω απ΄τη μηλιά και η αγαπημένη Λίβερπουλ

Ο πατήρ Ποστέκογλου λάτρευε το ποδόσφαιρο. Επαιζε ερασιτεχνικά μπάλα και κόλλησε το «μικρόβιο» στον Αγγελο (Αντζ τον αποκαλούν όλοι) τον οποίο έπαιρνε στο γήπεδο του «Μιντλ Παρκ» για να βλέπουν την  Σάουθ Μέλμπουρν (ή αλλιώς Ελλάς Μελβούρνης.

Στο χορτάρι των γηπέδων ήταν που ενισχύθηκε ο δεσμός μεταξύ πατέρα και γιού αφού ο Δημήτηρς Ποστέκογλου -ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2018- δούλευε ασταμάτητα όλη την εβδομάδα εκτός από την Κυριακή. Ηταν η μέρα της εκκλησίας και της μπάλας και στις εξέδρες του «Μιντλ Παρκ» σφυρηλατήθηκε ξ αγάπη του Αντζ για το ποδόσφαιρο.

Πολλά βράδια κάθονταν μαζί ως τα ξημερώματα -λόγω της διαφοράς ώρας, για να δουν ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Ο πατήρ Ποστέκογλου έμαθε τον γιό του να αγαπά το επιθετικό, θεαματικό παιχνίδι και να ξεχωρίζει τους παίκτες με τις εξέχουσες τεχνικές ικανότητες.

Αυτό το στιλ ποδοσφαίρου πέρασε στο υποσυνείδητο του Αντζ ο οποίος ήθελε να παίζουν οι ομάδες του όπως η αγαπημένη του Λίβερπουλ στα 70ς: με ανελέητη πίεση στον αντίπαλο, άνοιγμα από τα πλάγια και πολλές, γρήγορες πάσες. Αφίσαστο δωμάτιο του είχε τον Σερ Κένι Νταλγκλίς και η ζωή τον αντάμοιψε όταν συνάντησε το είδωλό του.

Ο «Πάντσο» και οι πρώτοι τίτλοι

Από τα 9 του χρόνια ο υιός Ποστέκογλου μπλέχτηκε με την ελληνική ομάδα, την Σάουθ Μέλμπουρν. Πέρασε από τις μικρές ομάδες κι έφτασε στην πρώτη, ως ένας αριστερός μπακ – εξτρέμ που έπαιζε μπροστά από την εποχή του. Ηταν ένας πολύ επθετικογενής αμυντικός που έκανε συχνά αυτό που σήμερα αποκαλούμε overlap και δημιουργούσε ευκαιρίες με το αριστερό του πόδι.

Κέρδισε δύο πρωταθλήματα Αυστραλίας, το 1984 και το 1991 -το δεύτερο ως αρχηγός- και κάπου εκεί γνώρισε τον άνθρωπο που είχε την μεγαλύτερη επιρροή σητν καριέρα του.

Ο θρυλικός Φέρεντς Πούσκας προπονούσε την Ελλάς Μελβούρνης από το 1989 έως το 1992 και ο Ποστέκογλου ήταν επιφορτισμένος να τον πηγαινοφέρνει στις προπονήσεις. Δημιουργήθηκε ένας ιδιαίτερος δεσμός ανάμεσά τους και από τον σπουδαίο Μαγιάρο πήρε την αγάπη του για το 4-3-3 και τους πλάγιους μπακ που συμμετέχουν ενεργά στην επιθετική δομή της ομάδας.

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, ο Ποστέκογλου ανέλαβε τις τύχες της ομάδας ως προπονητής και διέπρεψε: πήρε τα πρωταθλήματα του 1998 και του 1999 και έγραψε για πάντα το όνομά του στην ιστορία του κλαμπ.

Απ΄το Πατρινό καρναβάλι στην Iαπωνία

Η επιτυχία του τον έφερε σε πανεθνικό πρσκήνιο και τα επόμενα επτά χρόνια τα πέρασε ως προπονητής στις μικρές εθνικές ομάδας της Αυστραλίας. Οταν σταμάτησε από το πόστο αυτό το 2007, γύρισε στη χώρα πυο γεννήθηκε αφού ο τότε ιδιοκτήτης της Παναχαϊκής Κώστας Μακρής τον έφερε στην Πάτρα. Η εμπειρία ήταν μάλλον τραυματική για τον Ποστέκογλου αφού η αστάθεια στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μια αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και η επιθυμία του προέδρου να του δίνει στο ημίχρονο… χαρτάκι με τις αλλαγές που έπρεπ να κάνει, τον οδήγησαν στο να αφήσει το πατρινό καρναβάλι και πίσω στην δεύτερη πατρίδα του.

Το 2009 ανέλαβε την Μπρισμπέϊν Ρόαρ, μια ομάδα που βρισκόταν σε αποσύνθεση αλλά στα χέρια του βρυχήθηκε ξανά.

Eφτιαξε την ομάδα όπως ήθελε και έπαιξε ποδόσφαιρο που δεν είχαν ξαναδεί στην Αυστραλία. Πήρε δύο σερί πρωταθλήματα, έκανε ιστορικό ρεκόρ με 36 ματς αήττητη και απέκτησε το παρατσούκλι «Ροαρτσελόνα».

Τον Απρίλιο του 2012 άφησε το Μπρισμπέϊν για την αγαπημένη του Μελβούρνη και ανέλαβε την Βίκτορι, ομάδα ιδρυθείσα το 2004 όταν και έγιναν σοβαρές αλλαγές στο σύστημα πρωταθλήματος της Αυστραλίας.

Δεν πήρε τίτλο εκεί και στις 23 Οκτωβρίου του 2013 ανέλαβε την Εθνική Αυστραλίας. Οδήγησε τους «Socceroos» στο Μουντιάλ του 2014 όπου έκαναν αξιοπρεπείς εμφανίσεις και την επόμενη χρονιά στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ασίας, νικώντας με 2-1 τη Νότιο Κορέα στον τελικό.

Ο Ποστέκογλου εξασφάλισε τη συμμετοχή της χώρας και στο Μουντιάλ του 2018 αλλά παραιτήθηκε το Νοέμβριο του 2017 λόγω διαφωνιών με την ομοσπονδία.

Ενα μήνα αργότερα ανέλαβε την Γιοκοχάμα Μαρίνος της Ιαπωνίας και το 2019, μέσα σε έντονη φημολογία ότι η ΕΠΟ τον ήθελε για την Εθνική μας ομάδα, έφερε στην Γιοκοχάμα το πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 15 χρόνια.

Ο «Posteko-who?» και η αναγέννηση της Σέλτικ

Το περασμένο καλοκαίρι η Σέλτικ βρισκόταν σε αποσύνθεση. Το όνειρο για το 10ο συνεχόμενο πρωτάθλημα τσακίστηκε με στόμφο, η ομάδα είχε τερματίσει 25 (!) βαθμούς πίσω από τους μισητούς Ρέϊντζερς, το ρόστερ ήταν γερασμένο και μέτριο και -το χειρότερο- ο Έντι Χάου, η πρώτη επιλογή για τον πάγκο της ομάδας αποφάσισε ότι δεν ήθελε να μπλέξει με αυτό το χάλι.

Οταν οι άνθρωποι της Σέλτικ επέλεξαν τον Ποστέκογλου από 10.000 χιλιόμετρα μακριά, αντιμετωπίστηκαν με σαρκασμό και καγχασμό από τους αντιπάλους.

Η ατάκα «Posteko-who? Ήταν συχνή στη Γλασκώβη, παλιοί παίκτες έριτταν με την επιλογή του Αυστραλού κόουτς με τις βαθιές ελληνικές ρίζες αλλά εκείνος ζούσε το όνειρό του. Στρώθηκε στη δουλειά, ξεσκαρτάρισε το δυναμικό της ομάδας και ξεκίνησε να διδάσκει σύχγρονο, ελκυστικό, επιθετικό ποδόσφαιρο.

Τα αποτελέσματα στην αρχή δεν τον βοήθησαν. Η Σέλτικ είχε τρεις ήττες στα πρώτα έξι ματς του πρωταθλήματος-στην Ελλάδα θα ήταν ένας καλός λόγος απόλυσης. H τρίτη εξ αυτών ήρθε στις 19 Σεπτεμβρίου στην έδρα της μικρούλας Λίβινγκστον αλλά ήταν η τελευταία σε εγχώρια διοργάνωση. Οι άνθρωποι της Σέλτικ (ευτυχώς) δεν έχουν την στενοκεφαλιά και την άγνοια των Ελλήνων παραγόντων και πιστεψαν στο πρότζεκτ.

Η πράσινη ομάδα της Σκωτίας πήρε το Λιγκ Καπ τον Δεκέμβριο και παρότι στην αλλαγή του χρόνου ήταν στο -6 από τους αιώνιους εχθρούς, το 2022 όλα άλλαξαν.

Η Σέλτικ δεν είχε αντίπαλο εντός συνόρων, έκανε το -6 γρήγορα +6 κι έπαιξε ποδόσφαιρο που έθλεξε τα πλήθη.

Ο Ποστέκογλου την οδήγησε ξανά στο πρωτάθλημα και με τις κατάλληλες μεταγραφές που θα κάνει  φιλοδοξεί να χτίσει πάνω σε αυτό -τόσο στη Σκωτία όσο και στην Ευρώπη.

Το περασμένο καλοκαίρι η ΑΕΚ επέδειξε έντονο ενδιαφέρον για να τον επαναπατρίσει  αλλά η περίπτωσή του δεν προχώρησε. Το ποιος έχασε το ξέρουμε όλοι…

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News