Ρεάλ Μαδρίτης: Ο Μπέκαμ, ο Ζιντάν και ο ρομαντισμός στην πολυεθνική

Η Ρεάλ Μαδρίτης είχε ανέκαθεν στη στόχευσή της σπουδαίους ποδοσφαιριστές. Όταν απέκτησε τον Λουίς Φίγκο, όμως, κατά το λυκόφως του 20ού αιώνα, το πείραμα των «γκαλάκτικος» μπήκε σε λειτουργία. Οι Ζινεντίν Ζιντάν, Ρονάλντο και Ντέιβιντ Μπέκαμ απλώς αθροίστηκαν με την πάροδο του χρόνου, για να δοκιμαστούν τα ανθρώπινα όρια.

Μετά το Supercopa του 2003 και πριν το πρωτάθλημα του 2007, η Ρεάλ Μαδρίτης δεν κατέκτησε οποιονδήποτε τίτλο. Σχεδόν τέσσερα χρόνια παρήλθαν δίχως τη χαρά της επικράτησης, στην οποία το ποδόσφαιρο βασίζεται σχεδόν από καταβολής του. Επρόκειτο για το βαρύτερο όνομα του πλανήτη, το οποίο όχι απλώς δεν νικούσε στο τέλος, κάτι που τα τελευταία οκτώ χρόνια έχει καταστεί σε συνήθεια, αλλά δεν πλησίαζε καν στο να επικρατήσει. To 2004 ήταν τέταρτη στη Liga, απέχοντας εφτά βαθμούς της πρωταθλήτριας Βαλένθια, με προπονητή τον Ράφα Μπενίτεθ. Το 2005 έμεινε δεύτερη, με τέσσερις βαθμούς διαφορά από την πρώτη Μπαρτσελόνα, στο ένα από τα δύο έτη που ο Ροναλντίνιο έπαιξε πραγματικά ποδόσφαιρο υψηλού επιπέδου. Ένα χρόνο μετά, τερμάτισε επίσης πίσω από τους «μπλαουγκράνα», αλλά στην ιλιγγιώδη απόσταση των 12 βαθμών.

Από το 2000, που απέκτησε τον Λουίς Φίγκο, μια μεταγραφή που έκανε κρότο, η Ρεάλ είχε στο νου της να παίρνει ό,τι κορυφαίο υπήρχε. Είχε ήδη τον «πρίγκιπά» της, στο πρόσωπο του Ραούλ Γκονζάλεθ, η λεπτότητα του Γκούτι ήταν αξιομνημόνευτη, και ενώ ανέκαθεν ενδιαφερόταν και αγόρασε σπουδαίους ποδοσφαιριστές, κατά τις αρχές του 21ου αιώνα έπαιρνε παίκτες μέγκα-ούλτρα-έξτρα-σούπερ σταρ. Το καλοκαίρι του 2001 προσέθεσε ακόμα περισσότερη κομψότητα, αποκτώντας τον Ζινεντίν Ζιντάν. Ένα χρόνο μετά έντυσε με τη λευκή φανέλα τον παγκόσμιο πρωταθλητή Ρονάλντο Ναζάριο, γνωστό και ως «φαινόμενο». Δεν πέρασε ένας χρόνος και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ έπιασε Μαδρίτη. Η ανάμνηση από το βίντεο που έδειχνε τους αδελφούς Νέβιλ στο βροχερό Μάντσεστερ και τον «Μπεκς» στην ηλιόλουστη Μαδρίτη επανέρχεται.

Η Ρεάλ δεν αγόραζε ποδοσφαιριστές, αλλά επιχειρήσεις. Μέσα σε αυτές τις κινήσεις ο στόχος ήταν το υπερκέρδος. Το 2004 αποκλείστηκε στα προημιτελικά του Champions League από τη Μονακό, το 2005 η Γιουβέντους την έστειλε για βρούβες στη φάση των «16», ενώ το ίδιο έκανε η Άρσεναλ, που έφτασε στον τελικό και ηττήθηκε από την Μπαρτσελόνα, το 2006. Ο Ζιντάν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, το παιχνίδι με τη Βιγιαρεάλ στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» ακόμη παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη όσων βρέθηκαν εκεί, και η Ρεάλ, ένα χρόνο μετά, έφτασε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, με το 3-1 επί της Μαγιόρκα που ολοκλήρωσε την ανατροπή και που έκανε τον Ραούλ Ταμούδο να πανηγυρίσει: ο επιθετικός της Εσπανιόλ πέτυχε το γκολ-ονείρωξη για κάθε παίκτη στο κλαμπ, στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού με την Μπαρτσελόνα, προτελευταία αγωνιστική στη Liga, για το 2-2, σε ένα ματς που αν δεν είχε σκοράρει η ομάδα του θα είχε χάσει από τέρμα που πέτυχε με το χέρι ο Λιονέλ Μέσι.

Το πείραμα της Ρεάλ που απέτυχε στη Βαρκελώνη

Η Μπαρτσελόνα ακολούθησε τα χνάρια της Ρεάλ Μαδρίτης, πριν ξεκαθαριστεί πολύ πιο γρήγορα η δική της κατάσταση. Ορισμένα διλήμματα που μπορεί να προκύπτουν σε τέτοιου βεληνεκούς πολυεθνικές γίνεται να ξεκαθαρίζονται εφόσον υπάρχουν εκείνες οι φυσιογνωμίες που είσαι αναγκασμένος να ακούς, αλλιώς εκτίθεσαι στο κοινό αίσθημα. Από τους «Fantasticos» του 2008, με Ροναλντίνιο, Τιερί Ανρί, Σάμουελ Έτο και Λιονέλ Μέσι, οι οποίοι τελείωσαν τρίτοι στο πρωτάθλημα και αποκλείστηκαν στα ημιτελικά του Champions League από τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης -με το μνημειώδες γλίστρημα του Τζον Τέρι στη Μόσχα- Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, έφυγε μόνο ένας, δηλαδή ο Βραζιλιάνος. Η ένταση που επακολούθησε και τα συναισθήματα που απλώθηκαν ήταν σαν να συνέβαινε αναδιάρθρωση, αφού έμοιαζε να χτίζεται εξαρχής η ομάδα.

Στην πραγματικότητα, Ανρί και Έτο παρέμειναν για ακόμα μία χρονιά, ενώ ο Τσάβι και ο Ανδρές Ινιέστα είχαν ήδη χρόνο συμμετοχής. Ο Κάρλες Πουγιόλ παρέμενε ο αμυντικός και αρχηγός της ομάδας και από εκεί και ύστερα τα νέα πρόσωπα ήταν αυτονόητα και θα έμπαιναν ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν παρέμενε ο Βραζιλιάνος. Η αλήθεια είναι ότι μια τέτοια απόφαση, να φύγει ένας ποδοσφαιριστής που βρισκόταν σε παρακμή αλλά παρέμενε κοσμαγάπητος, ήθελε μια προσωπικότητα υψηλού διαμετρήματος για να την πάρει. Στην Μπαρτσελόνα αυτή ήταν ο Γιόχαν Κρόιφ, που δεν έπαιρνε απλώς αποφάσεις αλλά αναλάμβανε και την ευθύνη τους. Στη Ρεάλ, αντιθέτως, οι παλαίμαχοι της ομάδας έμοιαζαν να έχουν περισσότερο διακοσμητικό ρόλο και να μη συμμετέχουν στα κέντρα αποφάσεων. Σε ό,τι αφορά το αγωνιστικό πεδίο των «μπλαουγκράνα», όμως, ήταν εντελώς προσωποκεντρικό και αυτό απέδωσε.

Ο ρομαντισμός στην τέχνη για την τέχνη

Από τότε που ο Μπέκαμ και ο Ζιντάν ήταν για τελευταία φορά συμπαίκτες, έχουν περάσει 16 χρόνια. Ο Ζιντάν έπαιξε σε δύο πολύ μεγάλες ομάδες, τη Γιουβέντους και τη Ρεάλ, και ο Μπέκαμ, που πέρασε αργότερα από τη Μίλαν και την Παρί Σεν Ζερμέν, ήταν το άξιο τέκνο της «τάξης του ‘92» για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, γαλουχημένος με τις αρχές της ομαδικότητας και με την πεποίθηση ότι ο προπονητής είναι το απόλυτο αφεντικό. Οι παίκτες στη Βρετανία αποκαλούν τους προπονητές «Gaffers», το οποίο παραπέμπει κάπως στον υπεύθυνο για τη δημιουργία ενός κτιρίου. Στην πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε ο Μπέκαμ στο συμπαίκτη του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Γκάρι Νέβιλ, για το Sky Sports, είπε ότι το κούρεμά του που ξεσήκωσε τη μεγαλύτερη θύελλα ήταν η μοϊκάνα, που όταν την είδε ο Gaffer, δηλαδή ο Άλεξ Φέργκιουσον, τον ανάγκασε να την αποχωριστεί μέσα στα αποδυτήρια της Γιουνάιτεντ.

Όταν ρωτήθηκε, δε, για το ποιος είναι ο κορυφαίος συμπαίκτης του, αφού μεταξύ αστείου και σοβαρού ρώτησε τον Νέβιλ «εκτός από εσένα;», απάντησε, «ο Ζιντάν». Μάλιστα, ήταν τόσο πειστική η απάντηση, που προσπάθησε να υιοθετήσει και τη γαλλική εσάνς στο όνομά του, προκειμένου, μάλλον υποσυνείδητα, να μην αφήσει οποιοδήποτε περιθώριο αμφισβήτησης.

Ο υπογράφων μπορεί να αποκαλύψει ότι όταν άκουσε την απάντηση έσφιξε τη γροθιά του, αν και το νόημα στην αποκάλυψη του Μπέκαμ είναι λίγο δύσκολο να αναδυθεί. Στην πραγματικότητα, οι δυο τους, μαζί, δεν κέρδισαν κάτι, δεν πήραν έναν τίτλο. Όταν ο Ζιντάν, σε αντίστοιχη ερώτηση, απάντησε «ο Ρονάλντο», θα ήταν επιτρεπτή μια αίσθηση δυσθυμίας, υπό την έννοια ότι ένα πρωτάθλημα και ένα Supercopa δεν ήταν σοβαρός λογαριασμός για τους δύο κορυφαίους ποδοσφαιριστές του κόσμου από το 1995 έως και το 2002. Όμως, αν και το απόγειο της κλιμάκωσης είναι οι τίτλοι, το χτίσιμό της συνοδεύεται από μια πορεία. Κι όταν ο Μπέκαμ κάνει μια διαγώνια μπαλιά τριάντα μέτρων για να τελειώσει τη φάση ο Ζιντάν με ένα βολέ, με την μπάλα να μην ακουμπάει στο έδαφος, με το αριστερό, η προοπτική της στιγμής σε μελλοντικό χρόνο είναι εξέχουσα, αν όχι εξίσου παρεμφερώς με την κατάκτηση ενός Champions League. Στην τελική, όλοι μας αναγνωρίζουμε ένα κάποιο μεγαλείο στη νεότητά μας και όσο απομακρυνόμαστε εκείνη τα χρόνια που διατηρείται ολοένα και αυξάνονται: αν υπάρχει κάποιος να ματσάρει τις δεξιότητές μας ή να επιδείξει ακόμα περισσότερη κομψότητα και λεπτότητα ή, σε πολεμικό μοτίβο, δύναμη και ένταση, τότε η εποχή που συνυπήρχαμε εξιδανικεύεται. Πολλώ δε μάλλον όταν οι ικανότητες αναδεικνύονται ως υπέρτερες σε ουδέτερο πεδίο, που, δηλαδή, δεν υπάρχει αμφισβήτηση για αυτό.

Ο Μπέκαμ, πια, παραμένων έκπαγλου κάλλους, μαικήνας και σχεδόν άφθαρτος όπως κι αν παρουσιάζεται, ξέρει ότι οι απαντήσεις που δίνει για την καριέρα του είναι δύσκολο να αλλάξουν. Ο Ζιντάν παραμένει, για εκείνον, η επιτομή της ανωτερότητας στον αγωνιστικό χώρο και αυτό δίνει στη λέξη «γκαλάκτικος» μια επιπλέον σημασία: εκείνη του ονειροκόσμου, φτιαγμένου από στιγμές που έχουν συμβεί στην πραγματική ζωή.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News