Κύπελλο Πρωταθλητριών: Το «λευκό μπαλέτο» της Ρεάλ και η ονείρωξη 139.000 ανθρώπων!

Η παράσταση στις 18 Μαΐου του 1960 στο «Χάμπντεν Παρκ» της Γλασκώβης, με τη Ρεάλ να νικά 7-3 την Άιντραχτ Φρανκφούρτης και να κατακτά το πέμπτο διαδοχικό Κύπελλο Πρωταθλητριών της, λογίζεται ως μία από τις πλέον ονειρώδεις στην Ιστορία του ποδοσφαίρου. 

Ιδεατό. Όχι μόνο το ποδόσφαιρο που έπαιξε η Ρεάλ Μαδρίτης απέναντι στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης, αλλά και ο χώρος στον οποίο έγινε. Τώρα, με τη Σκωτία να μην έχει προκριθεί σε δεύτερο γύρο μεγάλης διοργάνωσης ποτέ στην Ιστορία της, μοιάζει αστείο, αλλά τότε η αναπνοή ήταν αμιγώς ποδοσφαιρική. Η Γλασκώβη δεν ήταν μία πόλη που κοκορευόταν για την πρόοδό της στο παιχνίδι και ήταν δεκτή οποιαδήποτε παράσταση που θα τους έκανε χαρούμενους και θα τους διεύρυνε το πεδίο μόρφωσης. Ενώ οι Άγγλοι ακόμη δεν είχαν συνειδητοποιήσει, ακόμα και παρά το 6-3 από τους Ούγγρους στο «Γουέμπλεϊ» εφτά χρόνια νωρίτερα, ότι το ποδόσφαιρο είχε ξεφύγει από την εμβέλειά τους, οι Σκωτσέζοι ήταν σπουδαίοι οικοδεσπότες. Η Ρεάλ των Αλφρέντο ντι Στέφανο, Φέρεντς Πούσκας, Χοσέ Σανταμαρία, Πάκο Χέντο, Λουίς ντελ Σολ αποδείχθηκε υπέροχη ενώπιόν τους, η Άιντραχτ των Έρβιν Στάιν και Ρίχαρντ Κρες αποδείχθηκε σχεδόν αντάξιά τους, ο τελικός ενώπιον 139.000 θεατών εξελίχθηκε σε μια γιορτή με την αληθινή έννοια του όρου.

Και, βέβαια, μέσα σε όλα ξεχώρισε το αριστούργημα του Πούσκας και του Ντι Στέφανο, των κυρίως υπευθύνων για το «λευκό μπαλέτο», όπως αποκλήθηκε εκείνη η ομάδα που κατέκτησε το πέμπτο διαδοχικό Κύπελλο Πρωταθλητριών της τη δεύτερη σεζόν που δημιουργήθηκε ο θεσμός. Ουδείς άλλος έχει πετύχει τέσσερα γκολ σε έναν τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, κάτι που μοιάζει δίκαιο, αφού ο «Πάντσο» είναι πολύ σπουδαίος για να έχει παρέα. Ούτως ή άλλως, εκείνη η πανδαισία που χρειάστηκε 25 λεπτά για να πετύχει, δηλαδή από τις καθυστερήσεις του πρώτου ημιχρόνου, όταν πέτυχε το πρώτο γκολ του, μέχρι το 71’, όταν έβαλε το τέταρτο, ήταν μια οφειλή προς τον εαυτό του και την ομάδα του. Το «στίγμα» από το χαμένο τελικό του 1954 από τη Δυτική Γερμανία, το οποίο έφερε βαρέως λόγω και της απόφασής του να παίξει αν και τραυματίας, δεν ήταν το μόνο που είχε από τη δεκαετία του ’50. Ο Πούσκας έφυγε από τη Βουδαπέστη με τη Χόνβεντ το 1956 για προετοιμασία στην Ισπανία τον Σεπτέμβριο του 1956, αλλά ο φοιτητικός διάβολος, που έσπασε το ποδάρι του τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, και η είσοδος των σοβιετικών τανκς στη Βουδαπέστη, έκανε την απόφασή του οριστική και αμετάκλητη. Σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που αρνήθηκε να επιστρέψει παρά τις νουθεσίες και έτσι τιμωρήθηκε από την UEFA με δύο χρόνια αποκλεισμού. Ο Πούσκας στην Ισπανία βρήκε το καταφύγιό του, αλλά τα χρόνια για το γεννημένο την 1η Απριλίου τοου 1927 αρτίστα είχαν περάσει. Τώρα, όποιο συμβόλαιο και να έκανε στα 31 του, θα ήταν τουλάχιστον τριετές και ενδεχομένως το υψηλότερο σε απολαβές στην καριέρα του. Τότε, 64 χρόνια πριν, το 1958, κατέληξε στη Ρεάλ Μαδρίτης επειδή Μίλαν και Γιουβέντους δεν τον ήθελαν ακριβώς λόγω της ηλικίας του.

Το πρωτόγνωρο standing ovation

Ο Πάντσο πήρε το δικό του δρόμο και η Ρεάλ αντάμωσε μαζί του την κατάλληλη στιγμή, ώστε να δώσει στον Ντι Στέφανο και τον Ρεϊμόν Κοπά, τον Γαλλοπολωνό που είχε πάρει από τη Ρεμς αφού την νίκησε 4-3 στον πρώτο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Την προηγούμενη χρονιά είχε βοηθήσει τη Ρεάλ να κατακτήσει το τέταρτο συνεχόμενο, με το 2-0 επί της Ρεμς, αφού είχε σκοράρει στους ημιτελικούς με την Ατλέτικο. Γενικώς ήταν μια μηχανή των γκολ: την πρώτη χρονιά του στη Liga σκόραρε τέσσερα χατ τρικ και συνολικά στα 180 παιχνίδια που έπαιξε με τη Ρεάλ Μαδρίτης στο πρωτάθλημα έβαλε 156 γκολ, διανθίζοντάς τα με 35 σε 39 ματς στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Έβαλε πάνω από είκοσι σε έξι σεζόν στο πρωτάθλημα και στη Ρεάλ έπαιξε… 8 χρόνια, κάτι που ήταν μια ολοσχερής και παταγώδης αποτυχία για τις ομάδες που τον έκοψαν ως συνταξιούχο. Εν ολίγοις, δεν ήταν μόνο στο συγκρότημα του Μιγκέλ Μουνιόθ που νίκησε την Άιντραχτ, αλλά και σε εκείνο έξι χρόνια αργότερα, που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με το 2-1 επί της Παρτίζαν. Μόνο, όμως, στον τελικό του 1960 έπαιξε, αφού το 1959 και το ’66 ήταν τραυματίας.

Κι αυτό αρκούσε. Τα τρία γκολ του Ντι Στέφανο και τα τέσσερα δικά του δημιούργησαν μια ποδοσφαιρική και ιστορική πληρότητα, μια και δύο από τους μεγάλους του είδους τους «έκλεισαν» τη δυναστεία της Ρεάλ, την πρώτη του θεσμού, αλλά και της μόνης ομάδας η οποία έχει πάρει στη σειρά πέντε τρόπαια, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει και δεν αναμένεται να επαναληφθεί.

Η Ρεάλ Μαδρίτης σήκωσε το τρόπαιο μέσα στη Γλασκώβη και οι Σκωτσέζοι που μαζεύτηκαν στο «Χάμπντεν Παρκ» περιήλθαν σε ένα είδος νιρβάνας, που δεν θα ξεχνούσαν. Ενώ οι παίκτες της «βασίλισσας» έτρεχαν περιχαρείς μέσα στον αγωνιστικό χώρο, οι Σκωτσέζοι είχαν σηκωθεί όρθιοι για να την χαιρετίσουν ενώνοντας τα δάχτυλά τους, ένα χειροκρότημα που δεν φείσθηκαν και για την Άιντραχτ, που σκόραρε δύο φορές με τον Στάιν και μία με τον Κρες, και ο Χιου ΜακΙλβέιν, ρεπόρτερ του «Scotsman», έγραψε ότι «εδώ ήταν το παιχνίδι όπως πάντα ξέραμε ότι μπορούσε και γινόταν να παιχτεί». Εκείνη η Ρεάλ αποκλήθηκε «λευκό μπαλέτο» και αν πολλές ομάδες την ξεπέρασαν, εκείνη την αποθέωση από όσους ονειρεύονταν ένα ποδόσφαιρο που θα τους έδινε το επιχείρημα για την αγάπη τους ελάχιστες γεύτηκαν.

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News