Συνέντευξη Κυριάκος Αλεξανδρίδης: «Ήμουν «Ούζο» στα ματς του Κούδα και μετά του την έλεγα στα αποδυτήρια του ΠΑΟΚ»

O Kυριάκος Αλεξανδρίδης, ο «στρατιώτης» που συνδέει τις μεγαλύτερες στιγμές της ιστορίας του ΠΑΟΚ θυμάται τις μαγικές στιγμές που έζησε με τον δικέφαλο στο στήθος στην Α’ Εθνική τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

Ο Κυριάκος Αεξανδρίδης είναι από εκείνους που αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο του ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ’70 με την ομάδα που κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1985. Οι επικές μάχες με τη Μπάγερν, οι μεγάλες αναμετρήσεις με τη Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα, με τον Αργεντινό να δείχνει τον σεβασμό του στον αρχηγό της αντίπαλης ομάδας.

Μιλώντας στο Sportday.gr και τον Αντώνη Τσακαλέα, ο άλλοτε αρχηγός του ΠΑΟΚ μιλάει για τα χρόνια στην Τούμπα, τον Μαραντόνα αλλά και την απόφαση να παίξει στον Άρη, με τη φανέλα του οποίου έπαιξε στην Τούμπα δυο εβδομάδες αφότου έφυγε από τον ΠΑΟΚ!

Photo Credits: Eurokinissi | Ραφαήλ Γεωργιάδης

«Στα δικά μας χρόνια κάθε παιχνίδι ήταν μια μάχη, Δράμα, Σέρρες, Βόλος, Καστοριά, Λάρισα… παντού μάχες σε γεμάτα γήπεδα»

Θέλω να ξεκινήσουμε από τη διαδρομή σου μέχρι να βρεθείς στον ΠΑΟΚ…

«Ωραία. Αρχικά βρέθηκα με τους γονείς μου στη Γερμανία αλλά δεν έμεινα διότι δεν βόλευαν τα ωράρια για το Ελληνικό σχολείο. Γύρισα στη Θεσσαλονίκη και πήγα σχολείο στην Πολίχνη, καθώς έμενα σε μια θεία μου. Με τους γονείς μου να είναι στη Γερμανία, εγώ διάλεξα να ακολουθήσω το να παίζω ποδόσφαιρο, ειδικά από τη στιγμή που τα πήγαινα καλά. Με ρώτησαν τι ήθελα να κάνω και τους το είπα, αλλά δεν ήθελα να αφήσω το σχολείο. Όταν ήμουν στον ΠΑΟΚ και ήμουν ακόμα μαθητής, για να μπορώ να τα συνδυάζω και τα δυο, πήγα σε νυχτερινό σχολείο. Το πρώτο μου δελτίο στον ΠΑΟΚ, το έβγαλα το 1973, σε ηλικία 12 ετών. Κάναμε τέσσερις προπονήσεις την εβδομάδα».

Και στον ΠΑΟΚ, πως βρέθηκες;

«Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι ακαδημίες. Υπήρχαν οι γειτονιές. Η κάθε γειτονιά έκανε και μια ομάδα και ο ΠΑΟΚ διοργάνωνε τουρνουά στα οποία έπαιρναν μέρος οι ομάδες αυτές. Εμείς είχαμε μια ομάδα στην Πολίχνη και δηλώσαμε να πάρουμε μέρος στο τουρνουά. Ξεχωρίσαμε, ως ομάδα και ο ΠΑΟΚ μας είδε. Για να καταλάβεις, από εκείνη την ομάδα, ο ΠΑΟΚ πήρε έξι παιδιά που έφτασαν μέχρι την δεύτερη ομάδα. Μια ομάδα, που ήταν ουσιαστικά μια παρέα, ξεκινήσαμε και έξι παιδιά φτάσαμε να μας πάρει ο ΠΑΟΚ Άλλες εποχές, άλλο ποδόσφαιρο, όλα διαφορετικά. Μάχες στις αλάνες, ποδόσφαιρο όλη τη μέρα και στο τέλος να τα καταφέρεις και να σε πάρει ο ΠΑΟΚ…»

Το κομμάτι της διαδρομής το ρωτάω διότι τίποτα από αυτά που περιγράφεις δεν υπάρχει τώρα…

«Έτσι είναι. Οι γονείς τότε είχε διαφορετικό τρόπο σκέψης. Κάποιοι δεν ήθελαν να παρατήσεις στο σχολείο για το ποδόσφαιρο. Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Τώρα οι γονείς είναι υπερπροσταυετικοί. Τότε εμείς φεύγαμε από το σπίτι για να βρούμε ένα μέρος να παίξουμε μπάλα. Μόνοι μας φεύγαμε, μόνοι μας γυρνούσαμε, περνούσαμε από τη μισή Θεσσαλονίκη μόνο και μόνο για να πάμε για μπάλα…»

Μια άλλη διαφορά είναι οτι εσείς παίζατε κάθε Κυριακή σε γεμάτα γήπεδα.

«Το οτι παίζαμε κάθε Κυριακή με καλές, δυνατές ομάδες, που το πας; Δεν ήταν απλά τα γήπεδα γεμάτα. Πήγαινες στην Καστοριά, στη Δράμα, στις Σέρρες, στο Βόλο, στη Πάτρα και έπρεπε να φτύσεις αίμα για να κερδίσεις. Στο γήπεδο τους έβλεπες όλους στριμωγμένους στις κερκίδες και όλοι περίμεναν να δουν την ομάδα της πόλης τους να κερδίσει μια μεγάλη ομάδα. Μάχες, ποδοσφαιριστές μάχες μέχρι τέλους για να πάρεις μια νίκη. Δεν υπήρχε γήπεδο που να περνούσες άνετα. Και όταν λέμε γήπεδο, μιλάμε για έδρα. Αντίστοιχα βέβαια, εμείς είχαμε την Τούμπα…»

«Εκεί που έβλεπα τον Κούδα να παίζει μπροστά μου και τον θαύμαζα, έφτασα να μαλώνω στα αποδυτήρια μαζί του, να έχω άποψη και να τη λέω»

Αγωνιστικά, πρόλαβες την ομάδα της δεκαετίας του 1970 και ήσουν και στο πρωτάθλημα του 1985.

«Πιτσιρικάς ήμουν «ούζο» στην ομάδα του Κούδα, που τον βλέπαμε και τρίβαμε τα μάτια μας, και μετά τον είχα συμπαίκτη και του μιλούσα στα αποδυτήρια…Έπαιξα για πέντε χρόνια με τη μεγάλη φουρνιά εκείνης της δεκαετίας, με Κούδα, Αποστολίδη, Παρίδη, Αναστασιάδη. Είχα την τύχη να φτάσω να έχω συμπαίκτες τα ινδάλματά μου. Εκεί που έβλεπα τον Κούδα να παίζει μπροστά μου και τον θαύμαζα, έφτασα να μαλώνω στα αποδυτήρια μαζί του, να έχω άποψη και να τη λέω. Εμείς, τους βλέπαμε και τους είχαμε σα Θεούς. Ήταν οι παίκτες που έχτισαν τον μύθο του ΠΑΟΚ και ήρθε η στιγμή που εγώ, αυτούς τους είχα συμπαίκτες. Και δεν ήταν καθόλου εύκολο να μπεις σε εκείνη την ομάδα. Μιλάμε για ομάδα που ήταν όλοι ένας κι ένας. Μου ζητάς να τα θυμηθώ όλα αυτά και χαίρομαι διότι κάθε φορά που τα λέω, καταλαβαίνω τα όσα έζησα. Εγώ ήμουν τυχερός διότι όταν πήγα στην ομάδα ήταν η στιγμή που αποσύρθηκε ο Παρίδης…»

Ποδόσφαιρο δεν παίζεις μόνο με τύχη…

«Σίγουρα όχι. Πρέπει να είσαι έτοιμος να αντέξεις όλο αυτό που ξεκινά. Μπορεί να σου κάνουν τη χάρη να παίξεις αλλά στο γήπεδο, δεν πρόκειται να σου χαρίσει κανείς, τίποτα. Και για μια Τούμπα γεμάτη και απαιτητική. Να σε θέλει μαχητή, νικητή. Η Τούμπα τότε έπαιρνε 45.000 κόσμο και όταν είχε 20.000 κόσμο λέγαμε οτι έχει λίγο κόσμο. Στα ντέρμπι γινόταν ο χαμός, δεν έπεφτε καρφίτσα. Η επαρχία έδινε μεγάλη δύναμη στον ΠΑΟΚ. Ο κόσμος είναι αυτός που κράτησε τον ΠΑΟΚ, του έδωσε μεγάλη δύναμη, για να φτάσουμε στο σήμερα και να έχει ο ΠΑΟΚ ένας μεγάλο οικονομικό παράγοντα που στηρίζει την ομάδα και την έχει κάνει να κατακτά τίτλους. Κάποτε ο ΠΑΟΚ είχε μεγάλους παράγοντες όπως τον Παντελάκη, αλλά δεν είχε τα λεφτά που είχε η Αθήνα. Πάλευε όσο μπορούσε. Μάτωνε και αυτός και εμείς. Και τότε, ήταν ωραίες εποχές. Μπορεί να μην έχει τα λεφτά που έχει τώρα, αλλά ζήσαμε ωραία χρόνια, που θα μας συντροφεύουν για πάντα».

«Λένε αρκετοί, «εγώ να έπαιζα, καλύτερος θα ήμουν». Για έλα παίξε μέσα στη βοή της Τούμπας, με 40.000 κόσμο στον σβέρκο σου. Άσε το αν ξέρεις μπάλα. Μέσα σου, στη ψυχή σου, το ‘χεις;»»

Στα ιστορικά παιχνίδια με Μπάγερν και Νάπολι, έχω την αίσθηση πως ο ΠΑΟΚ τα πίστευε. Ήξερε ότι είναι αουτσάιντερ αλλά είχε μεγάλη πίστη. Έχω άδικο;

«Την ανωτερότητα της άλλης ομάδας, όταν μιλάμε για αυτές τις δυο, την αναγνωρίζεις και τη δέχεσαι αλλά δεν υπάρχει ματς που λες «πάω να χάσω». Κανένα. Ποτέ. Όσο απλό και αν ακούγεται, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι όταν μπαίνεις στο γήπεδο είναι το «11 εναντίον 11». Ξέρεις μέσα σου οτι πρέπει να κάνεις υπερπροσπάθεια αλλά είσαι έτοιμος, φτιαγμένος να την κάνεις. Ο ΠΑΟΚ, στην Ευρώπη, δεν είχε διασυρμούς. Έπαιξε με Μίλαν, με Λιόν, με Λέγκια, τα ματς που είπες με Μπάγερν και Νάπολι. Πάλεψε. Με νύχια και με δόντια. Ο ΠΑΟΚ είναι δύσκολο καράβι. Θα κάνεις δέκα νίκες και θα σε αποθεώσουν, αν κάνεις ένα στραβό, θα την ακούσεις. Λένε αρκετοί, «εγώ να έπαιζα, καλύτερος θα ήμουν». Για έλα παίξε μέσα στη βοή της Τούμπας, με 40.000 κόσμο στον σβέρκο σου. Άσε το αν ξέρεις μπάλα. Μέσα σου, στη ψυχή σου, το ΄’χεις;»

Ατελείωτες οι συζητήσεις για το βοή της Τούμπας…

«Ξέρεις, αυτή η βοή είναι πολύ περίεργη. Πριν το ματς τα ακούς όλα και με το που αρχίζει το ματς, ξαφνικά δεν ακούς τίποτα. Σα να κλείνουν τα αυτιά σου. Το μυαλό σου είναι στο ματς, στον αντίπαλο, στον συμπαίκτη, στη μπάλα. Ακούς ξανά την κερκίδα στο λάθος, στο γκολ, στις στιγμές. Και όλο αυτό είσαι υποχρεωμένος να το διαχειριστείς, Ποδόσφαιρο χωρίς κόσμο, δεν υπάρχει. Και παίζεις για την ομάδα, για σένα, για τον κόσμο. Και την κερκίδα, την καθοδηγείς εσύ. Αν παίξεις καλά θα βοηθάει, αν κάνεις λάθος σε κριτικάρει. Και στο τέλος, αν δει ότι πάλεψες θα στο αναγνωρίσει».

«Ακούνε στην Θύρα 4 να λέω ότι θα είναι δύο ωραία παιχνίδια με τη Νάπολι και έρχεται ο Μάκης ο Μανάβης και μου λέει «κοίτα να δεις, αν δεν το πιστεύεις ότι μπορείς να τους νικήσεις αυτούς, να μας το πεις….»»

Και πως αντιμετωπίζεται;

«Δεν μπορείς να είσαι στον ΠΑΟΚ και να σκέφτεσαι οτι θα χάσεις. Εγώ, την πίστη στον ΠΑΟΚ την πήρα από τους συμπαίκτες που είχα όταν ξεκίνησα. Και αυτό οφείλαμε να αφήσουμε εμείς στους επόμενους. Τη φανέλα που φοράς, αν είναι βαριά, πρέπει να κάνεις οτι μπορεί για να κρατήσει αυτό το βάρος, και να το μεγαλώσεις. Πρέπει να έχεις πάθος. Προσωπικότητα. Για να καταλάβεις τι εννοώ. Κληρωνόμαστε με τη Νάπολι. Κάνω δηλώσεις και λέω «θα είναι δυο πολύ δύσκολα παιχνίδια, θα τα δώσουμε όλα και θα κάνουμε ο,τι μπορούμε, διότι στο ποδόσφαιρο όλα μπορούν να συμβούν». Το ακούνε αυτό στην Θύρα 4 και έρχεται ο Μάκης ο Μανάβης και μου λέει «κοίτα να δεις, αν δεν το πιστεύεις ότι μπορείς να τους νικήσεις αυτούς, να μας το πεις….». Αυτό ο ΠΑΟΚτσής το είχε διότι με τέτοια ομάδα μεγάλωσε. Με μια ομάδα επιθετική, με μια ομάδα με μαχητές, με μια ομάδα που θα τα βάλει με όλους και με όλα». Με τη Νάπολι σταθήκαμε στα ίσια. Στην Τούμπα κερδίσαμε 22-23 κόρνερ. Θέλει και τύχη, που δεν την είχαμε. Μιλάμε για τη Νάπολι που είχε 6 παίκτες της εθνικής Ιταλία, τον Καρέκα, τον Αλεμάο, και φυσικά τον Μαραντόνα, τον μοναδικό…Και απέναντι σε αυτή τη Νάπολι, οι ΠΑΟΚτσήδες μου έκαναν αυτό το σκηνικό».

Το πρώτο σου παιχνιδί, το θυμάσαι;

«Και βέβαια. Με την Καβάλα. Κερδίσαμε 6-1, Μπήκα αλλαγή, το σκορ ήταν 5-0, φάγαμε γκολ,. Μείωσε 5-1 η Καβάλα και ο κόσμος μας γιούχαρε»

Γιατί;

«Τι γιατί; Η Τούμπα δεν ήθελε να χαλαρώσεις ποτέ. Σε είχε στην πρίζα. Κατάλαβες τώρα, τι σημαίνει να παίζεις σε εκείνον τον ΠΑΟΚ; Σε τι Τούμπα μπήκα; Ο κόσμος δεν ήθελε να ηρεμήσεις, ήθελε να είσαι στην τσίτα. Αυτός είναι ο ΠΑΟΚ… Στον ΠΑΟΚ πήγα το 1973 και έφυγα το 1989».

Θα σε έχουν ρωτήσει πολλές φορές. Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό της ομάδας του πρωταθλήματος του 1985;

«Παίζαμε ένα ματς. Το κερδίσαμε. Την επόμενη λέγαμε «άντε, πάμε για το άλλο τώρα». Κάθε Κυριακή γινόταν αυτό. Και ξέρεις γιατί στο λέω; Διότι όταν κερδίσαμε τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, είπαμε «έλα, τώρα το έχουμε» και την άλλη αγωνιστική παίξαμε με τον Απόλλωνα στην Τούμπα και φέραμε ισοπαλία. Εκεί καταλάβαμε ότι αυτό το που μας κρατούσε δυνατούς από Κυριακή σε Κυριακή, δεν πρέπει να χαθεί».

«Λήγει το ματς στην Τούμπα και πήγαν οι συμπαίκτες μου να πάρουν τη φανέλα του και ο Μαραντόνα τους είπε όχι, και άρχισε να με ψάχνει. Με το που με είδε, με φώναξε να μου τη δώσει».

Είπαμε πριν για Νάπολι. Πες μου τη στιγμή που όλοι πλησιάζουν τον Μαραντόνα για να ζητήσουν φανέλα και εκείνος σε φωνάζει για να στη δώσει. Στο είχε υποσχεθεί;

«Ναι, και κράτησε την υπόσχεσή του! Στην Ιταλία, του είχα ζητήσει τη φανέλα και μου είπε «θα σου τη δώσω στη Θεσσαλονίκη». Και σκέφτηκα «σιγά μη το θυμάται τώρα». Ξέρεις, πολλές φορές το κάνεις αυτό, και το ξεχνάς. Λήγει το ματς στην Τούμπα και πήγαν οι συμπαίκτες μου να πάρουν τη φανέλα του και ο Μαραντόνα τους είπε όχι, και άρχισε να με ψάχνει. Με το που με είδε, με φώναξε να μου τη δώσει».

Τι να σε ρωτήσω για τον Μαραντόνα…

«Τίποτα. Μοναδικός, Προσωπικότητα. Όλος ο κόσμος γύριζε γύρω του. Θα σου πω και το άλλο. Στη Νάπολι, πριν το ματς. Είμαστε στη φυσούνα. Και με το που με είδε με το περιβραχιόνιο, ήρθε αμέσως σε μένα να μου πει «καλή επιτυχία». Αυτός ήταν. Παικτικά, τι να πω;»

Κάνατε μεγάλα ματς απέναντι στη Νάπολι.

«Αυτή η ομάδα πήγαινε για πρωτάθλημα, αλλά κάναμε μια ήττα από τη Λάρισα στο ’90, ήμασταν δεύτεροι, και διώξαμε τον Ίσραελ και φέρανε τον Αλέφαντο, Και ο Αλέφαντος μας διέλυσε… Κερδίζαμε, ήμασταν οι παικταράδες. Χάναμε, ήμασταν κλίκα και θέλαμε να τον φάμε. Τέλος πάντων, δε θέλω να πω άλλα διότι έχει φύγει από τη ζωή. Από εκείνη την ομάδα έφυγαν 8-9 παίκτες μέσα σε λίγους μήνες. Εκείνη η ομάδα διαλύθηκε…. ».

Και μετά πήγες στον Άρη. Πως ήταν; Πως έγινε;

«Εγώ είχα υπογράψει τριετία. Πήγαμε τουρ στην Αυστραλία. Γυρίζουμε, πηγαίνω σπίτι και βρίσκω ένα εξώδικο, χωρίς να μου πει κανένας τίποτα. Μου μειώνει τις αποδοχές και ουσιαστικά με έδιωξε. Τότε, ο συγχωρεμένος ο Παναγούλιας με πολιόρκησε και πήγα. Όλα έγιναν γρήγορα. Τότε κάποιοι έγραφαν οτι είμαι τελειωμένος και έπαιξα άλλα έξι χρόνια μπάλα. Μετά τον Άρη έπαιξε και σε άλλες ομάδες όπως η Δόξα Δράμας»

«Παίξαμε φιλικό ΠΑΟΚ – Άρης στην Τούμπα, και ήρθα και πήγα στα αποδυτήρια των φιλοξενούμενων, που ήταν στη Θύρα 8. Και μπήκα και έπαιξα και δε μου είπε κανένας, τίποτα»

Και πότε έπαιξες ως παίκτης του Άρη, στην Τούμπα;

«Μετά από 15 μέρες! Παίξαμε φιλικό ΠΑΟΚ – Άρης στην Τούμπα, και ήρθα και πήγα στα αποδυτήρια των φιλοξενούμενων, που ήταν στη Θύρα 8. Και μπήκα και έπαιξα και δε μου είπε κανένας, τίποτα. Ξέρανε οτι ο ΠΑΟΚ με έδιωξε ενώ είχα τριετές συμβόλαιο».

Να σου πω τι σκέφτομαι; Άλλος στη θέση σου θα μπορούσε να κρατήσει κακία στον ΠΑΟΚ που σε έδιωξε…

«Όταν λέω οτι ο ΠΑΟΚ με έδιωξε, εννοώ ο πρόεδρος. Ο ΠΑΟΚ ήταν, είναι και θα είναι σπίτι μου. Είμαι ΠΑΟΚ, το ξέρουν όλοι. Και στον Άρη το ήξεραν. Κάποιοι δεν με δέχτηκαν, κάποιοι ήξεραν πως είμαι επαγγελματίας και θα δώσω τα πάντα για την ομάδα στην οποία παίζω. Και αυτός ήμουν σε όλη την καριέρα μου. Κάποιοι λένε «εγώ δεν μπορώ να παίξω απέναντι στην ομάδα». Όταν είσαι επαγγελματίας, οφείλεις να το κάνεις. Το τι νιώθεις, δεν αλλάζει. Εγώ, όταν παίζω, θέλω να κερδίσω. Όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο, βρέθηκα για 7 χρόνια στην Κ19 και τώρα εδώ και 12 χρόνια υπηρετώ την ομάδα από άλλο πόσο».

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News