Ολυμπιακός: Όταν ο Ριβάλντο δημιούργησε το αίσθημα της πληρότητας

Εκείνη η μέρα που γνωστοποιήθηκε η συμφωνία του Ριβάλντο με τον Ολυμπιακό ήταν πρωτόφαντη. Η 21η Ιουλίου 2004 δεν επαναλήφθηκε στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ενδεχομένως να προέκυπτε διαφωνία, δεν αποκλείεται, αλλά ο Ριβάλντο δεν είναι η κορυφαία μεταγραφή στην Ιστορία του Ολυμπιακού. Εκ του αποτελέσματος, η πλειονότητα του κόσμου εκτιμά πολύ περισσότερο τον Ζιοβάνι, ενώ ως επιτυχημένη κρίνεται μια μεταγραφή όταν είτε ο ποδοσφαιριστής που έρχεται δικαιώνει τις προσδοκίες είτε εκτινάσσεται ενώ δεν υπάρχει κάτι να προσμένεις από αυτόν. Με τη λογική αυτήν, ο Ριβάλντο δεν θα μπορούσε να εκτιμάται ως μία από τις πλέον επιτυχημένες προσθήκες ξένου στην Ιστορία του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού: το καλοκαίρι του 1996 οι «ερυθρόλευκοι» απέκτησαν τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, ο οποίος έμεινε στον Ολυμπιακό 13 χρόνια, δεν έφυγε και έγινε το λίκνο της αυτοκρατορίας του. Τον Ιανουάριο του 1997 πήραν τον Σίνισα Γκόγκιτς: περίμεναν ένα και πήραν δώδεκα από την παρουσία του.

Παίκτες όπως ο Κριστιάν Καρεμπέ, ο Αριέλ Ιμπαγάσα, ακόμα και ο Ματιέ Βαλμπουενά, θεωρούνται σπουδαίες μεταγραφές. Φυσικά, στην κορυφή βρίσκεται ο Ζιοβάνι: έφτασε το καλοκαίρι του 1999 μαζί με τον Ζλάτκο Ζάχοβιτς και ξεχώρισε, όχι μόνο των φυγών τάσεων του Σλοβένου αλλά, διότι ταυτίστηκε με τον Ολυμπιακό και σπάραξε όταν έφυγε. Σε συλλόγους που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο κινήματος, η συναισθηματική επαφή, στο επίπεδο που αυτή δύναται να παρουσιάζεται και ως ανάγκη, ως κάτι επιβεβλημένο γι’ αυτό και αφόρητο, είναι σχεδόν προαπαιτούμενο.

Ουδόλως υπονοεί αυτό ότι η τριετία του Ριβάλντο στον Ολυμπιακό δεν διανθίστηκε από υπέροχες στιγμές και σημαντικά γκολ. Ο «Ρίμπο» αποδείχθηκε ηγετική φυσιογνωμία και απείχε του «συνταξιούχου» που έφτασε σε μια τριτοκοσμική ομάδα για να μαζέψει φράγκα. Τουλάχιστον αυτό αναδεικνυόταν από την παρουσία του στο γήπεδο. Είτε επρόκειτο για φάουλ που χάριζαν νίκες σε ντέρμπι, όπως αυτό με τον Παναθηναϊκό την πρώτη σεζόν του, 2004-05, είτε για γκολ σε παιχνίδια που διακυβεύονταν ευρωπαϊκές προκρίσεις, όπως με τη Λίβερπουλ στο «Άνφιλντ» τον Δεκέμβριο του 2004, είτε για οπτασίες, όπως εκείνη στον τελικό του Κυπέλλου το 2005 με τον Άρη, ο συνδυασμός με τον Τζιοβάνι και αποδέκτη τον Καστίγιο σε εντός έδρας παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ, αλλά και το προτελευταίο γκολ του, ένα απίθανο σκαφτό απέναντι στον Ιωνικό, είτε για γκολ που χάριζαν τίτλους, όπως αυτό στο Καυτανζόγλειο απέναντι στον Ηρακλή στις 25 Μαΐου 2005, το ρεπερτόριό του τα είχε όλα. Το θρυλικό αριστερό πόδι του πολλάκις λειτούργησε ως τηλεχειριστήριο, στέλνοντας την μπάλα όπου ο τερματοφύλακας δεν μπορούσε να αντιδράσει, ενώ στη συμπεριφορά του στον αγωνιστικό χώρο ουδόλως αναγιγνωσκόταν οποιοδήποτε ίχνος έπαρσης ή κατ’ επίφαση ανωτερότητας. Υπήρξε αυτούσια καλύτερος από οποιονδήποτε άλλο, θα αναγνωριζόταν ακόμα κι αν έκανε κόπο για να το κρύψει. Ό,τι συνέβαινε στο γήπεδο, από το πρώτο γκολ του, ένα κοντρόλ με το στήθος και δεξί βολέ απέναντι στον ΠΑΟΚ στο νέο Καραϊσκάκη, ερχόταν ως φυσική εξέλιξη της ίδιας της αξίας του και μάλιστα συνέβαινε ξεκούραστα. Αν απορούσε κάποιος πώς θα έπαιζε ένας παίκτης τόσο ποιοτικά υπέρτερος από οποιονδήποτε άλλο, ακόμα και όχι στα ντουζένια του, η απάντηση ήταν ιδιαιτέρως πειστική και, ας τολμηθεί ο προσδιορισμός, ανεπανάληπτη.

Παρ’ όλα αυτά, δύο πράγματα του έλειψαν: η ευρωπαϊκή διάκριση, την οποία κυρίως η ομάδα της σεζόν 2005-06, με τις 16 διαδοχικές νίκες στο πρωτάθλημα, δεν πέτυχε, σε μια σεζόν που άρχισε με τη σοκαριστική εντός έδρας ήταν από τη Ρόζενμποργκ, 1-3, αλλά και βέβαια ο αποκλεισμός στο «καταραμένο» παιχνίδι με τη Λίβερπουλ, και οποιαδήποτε ένδειξη άρρηκτου δεσμού ανάμεσα σε εκείνον και το σύλλογο. Δεν επρόκειτο μόνο για τη δική του συνέντευξη Τύπου που έριξε τίτλους τέλους, αλλά και για τη μεταγραφή του στην ΑΕΚ, η οποία έκανε μια από τις πιο έξυπνες προσθήκες στην Ιστορία της, η οποία, κιόλας, παραλίγο να της χαρίσει το τρόπαιο του πρωταθλήματος του 2008.

Η παράνοια του Ιουλίου για τον Ολυμπιακό και τον Ριβάλντο

Ό,τι ο Ριβάλντο αποτέλεσε, πάντως, για τον Ολυμπιακό και το ελληνικό ποδόσφαιρο, ήταν η κορυφαία μεταγραφή. Είναι αναγκαίο να μη λησμονείται πως ο κόσμος βρισκόταν στο λυκαυγές του facebook. Στην περίπτωση της 21ης Ιουλίου του 2004, η οποία συνέπεσε να είναι η ημερομηνία που ο Ολυμπιακός πήγαινε στο Ζέεφελντ για προετοιμασία, η εποχή ήταν έτοιμη να αποδεχθεί το γαϊτανάκι μιας εκ του μακρόθεν επικοινωνίας, γεμάτης τηλεφωνήματα και μηνύματα, τα οποία γίνονταν αποδεκτά με το στοιχείο της έκπληξης, ειδικά για εκείνους που δεν είχαν ενημερωθεί τα καθέκαστα. Από εφταετίας σε χέρια ελληνικά, ουδέποτε τα κινητά τηλέφωνα εναρμονίστηκαν για ένα γεγονός που αφορούσε σε μεγάλη μερίδα κόσμου, όπως εκείνο το πρωινό, που η μεταγραφή έκλεισε και ο Ριβάλντο είχε πάρει ήδη πορεία προς αθηναϊκό έδαφος.

Ακόμα και το πότε θα έφτανε, όμως, υπήρξε μια επιπρόσθετη πληροφορία. Η αναγκαία διευκρίνιση ήταν αν η μεταγραφή όντως συνέβη και αν ο Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής είχε ήδη υπογράψει στον Ολυμπιακό. Ήταν 32 (για το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου, μόλις 32) και την τελευταία πενταετία είχε κατακτήσει τη «Χρυσή Μπάλα» το 1999, το Παγκόσμιο Κύπελλο -με ρόλο πρωταγωνιστικό, από τα γκολ με το Βέλγιο και την Αγγλία έως την θεσπέσια προσποίηση για να πετύχει ο Ρονάλντο το δεύτερο γκολ του στον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου απέναντι στη Γερμανία- το 2002, αλλά βέβαια και το ψαλιδάκι με τη Βαλένθια την τελευταία αγωνιστική της Liga το 2001, το οποίο ήρθε στις καθυστερήσεις ενός παιχνιδιού που το σκορ ήταν 2-2, ένα αποτέλεσμα που άφηνε την Μπαρτσελόνα εκτός Champions League την επόμενη περίοδο. Συνοδεύτηκε, μάλιστα, από δύο δικά του γκολ και παρ’ ότι το δέλεαρ δεν αφορούσε σε τρόπαιο, ήταν μια τρομακτική ατομική παράσταση. Την επόμενη χρονιά κατέκτησε το Champions League με τη Μίλαν, κάνοντας 12 συμμετοχές στη διοργάνωση, ενώ έπαιξε σε 22 παιχνίδια στο πρωτάθλημα, 3 στο Κύπελλο και στον ένα προκριματικό για την πρόκριση στους ομίλους με τη Σλόβαν Λίμπερετς, την ήττα με σκορ 2-1 (το πρώτο ματς 1-0 υπέρ της Μίλαν), στις 28 Αυγούστου 2002.

Οι παίκτες του Ολυμπιακού, πριν φύγουν για την Ολλανδία, έστησαν πηγαδάκια στα οποία αναρωτιόντουσαν αν η πληροφόρηση ήταν αληθινή και ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, που είχε επιστρέψει στον πάγκο των «ερυθρόλευκων» έπειτα από πέντε χρόνια, δήλωνε ότι η ομάδα του τον χρειαζόταν και ο ίδιος ο «Ρίμπο», άρτι αφιχθείς στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», είπε ότι η φιλία του με τον Τζιοβάνι ήταν ζωτικής σημασίας προκειμένου να διαλέξει τον Ολυμπιακό, αν και βέβαια είχε αρκετές προτάσεις. Ακόμα κι αν τη σεζόν 2002-03 είχε παίξει μόλις 40’, 14’ στον τελικό του ευρωπαϊκού Super Cup στη νίκη 1-0 επί της Πόρτο και 26’ για τη δεύτερη αγωνιστική των ομίλων του Champions League με τη Θέλτα, ήταν παγκοσμίως αναγνωρίσιμος, είχε τα δικά του παπούτσια και επρόκειτο για ένα από τα τρία «Ρ» των Βραζιλιάνων, δηλαδή τον Ρονάλντο και τον Ροναλντίνιο, που έκαναν δική τους την Ασία.

Η μέρα της μεταγραφής έστειλε στον ονειροκόσμο τους φίλους του Ολυμπιακού, εκείνους που απλώθηκε κατά μήκος του Πειραιά και αυτούς που πήγαν στο αεροδρόμιο, οι οποίοι πρωτίστως ήθελαν να αντικρίσουν τη γνώριμη φυσιογνωμία για να πειστούν πως όντως το Καραϊσκάκη θα φωτιζόταν με τις γκραβούρες του αριστερού ποδιού του. Ο μίτος της καριέρας του Ριβάλντο δεν είχε ξετυλιχθεί ακόμα, αλλά εκείνη η καλοκαιρινή μέρα προσέφερε κάτι ανεπανάληπτο: τον κορυφαίο, σε κατορθώματα, ποδοσφαιριστή που έφτασε ποτέ στην Ελλάδα. Ισοδύναμό του ούτε πριν ούτε μετά υπήρξε.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News