ΝΙΚΟΣ ΓΙΟΥΤΣΟΣ: «Από το «παλιοκομμουνιστή, θα πεθάνεις» στο «έμπαινε Γιούτσο» (vids, pics)

Σαν σήμερα πριν από 57 χρόνια έκανε το ντεμπούτο του με τη φανέλα του Ολυμπιακού στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό μια από τις μεγαλύτερες μορφές των ελληνικών γηπέδων

Ιστορική πέρα για πέρα η σημερινή ημερομηνία για το ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά και όχι μόνον, καθώς γράφτηκε μια σπουδαία σελίδα του, με πρωταγωνιστή μια μοναδική,  δίχως την παραμικρή αμφιβολία, μορφή του δημοφιλέστερου των σπορ στη χώρα μας. Τον Νίκο Γιούτσο ονοματεπώνυμο με τον οποίο τον έμαθε και τον λάτρεψε το φίλαθλο κοινό όχι μόνον του Ολυμπιακού, με τα χρώματα του οποίου μεγαλούργησε επί μία δεκαετία,  αλλά και  εκείνοι που αγαπούσαν το σπορ το οποίο αποτέλεσε το… διαβατήριο του για να έρθει στην πατρίδα μας.

Σαν σήμερα λοιπόν ο σπουδαίος αυτός μεσοεπιθετικός πρωτοφόρεσε σε επίσημο ματς τη φανέλα της μεγάλης ομάδας του Πειραιά και μάλιστα στο κορυφαίο των ντέρμπι κόντρα στον αιώνιο αντίπαλο Παναθηναϊκό αλλά δίχως άλλο το πριν και το μετά στη ζωή αυτού του μετέπειτα Έλληνα διεθνή αξίζουν αναφοράς και συνθέτουν το πλαίσιο του μεγαλείου το οποίο τον συνοδεύει. Με το εν Ελλάδι αποκτηθέν επώνυμο του  να αποτελεί σημείο αναφοράς ακόμα και στις ημέρες μας, πολλές δεκαετίες μετά το πέρας μια σπουδαίας καριέρας.   

Ας ξετυλίξουμε όμως, έστω και σχετικά επιγραμματικά, το κουβάρι μιάς ζωής απόλυτα… κινηματογραφικής.

 

Ο δραματικός ξεριζωμός από τα πατρογονικά χώματα

Γεννήθηκε στις 16/4/1941 στο σλαβόφωνο Μακροχώρι Καστοριάς (μέχρι το 1926 ονομαζόταν Κονόμλαντι) και η ιστορία της ζωής του συνδέεται άρρηκτα με  εκείνη του χωριού του. Από τη συμμετοχή στην αντι-οθωμανική εξέγερση του Ιλιντεν το 1903 μέχρι την επίσης μαζική ένταξη στο πλευρό του ΔΣΕ. Ο ανελέητος βομβαρδισμός του ηρωϊκού εκείνου χωριού από δυνάμεις του εθνικού στρατού και των Αμερικανών συμμάχων του είχε ως με αποτέλεσμα 89 νεκρούς και την έπειτα από σε συνεννόηση  των ανταρτών του ΔΣΕ με  τους γονείς την μετακίνηση 219 παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης.Ανάμεσα τους ήταν ο Νίκος Γιούτσος και η αδερφή του. Αναφερόμενος στον ξεριζωμό του στην Ουγγαρία, ο ίδιος ο Γιούτσος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φως των Σπορ», πολλά χρόνια αργότερα διέψευσε κατηγορηματικά τα  μύθο περί «παιδομαζώματος» επισημαίνοντας: «Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μη σκοτωθούμε, γιατί μας βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω. Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός». Αναφερόμενος δε  στα παιδικά του χρόνια στο χωριό Μπελογιάννης, όπου εγκαταστάθηκαν στη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης οι πρόσφυγες από την Ελλάδα υπογράμμισε : « Ζούσαμε σε κάτι σαν ορφανοτροφείο, αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρντ. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στην μπάλα. Στην Εκπαίδευση, στον Αθλητισμό, έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!».

 

Ο πρέσβης, ο Θόδωρος Νικολαΐδης και ο Μανώλης Γλέζος

Αγωνιζόμενος με την ελληνική προσφυγική ομάδα «Όλυμπος» ο Μικλς Γιούτσοφ (Mikls Jucsov) όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία – έχει βρεθεί καταγεγραμμένος και ως Νικολάι Γιουτσόφ (Nikolay Jucsov) στα αρχεία της Ποδοσφαιρικής της Ομοσπονδίας  τράβηξε τα βλέμματα των  Μαγιάρων ανθρώπων του δημοφιλέστερου των σπορ με αποτέλεσμα τη μετακίνησή του στην Τσέπελ, ομάδα δεύτερης κατηγορίας. Την οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και μετέπειτα σε σημαντικές επιτυχίες στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας, πετυχαίνοντας 11 γκολ την διετία 1963 – 1964.τα κατορθώματα του δεν πέρασαν απαρατήρητα για τον Έλληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη γνωστό για τα ερυθρόλευκα του συναισθήματα, ο οποίος γνώριζε την καταγωγή του Γιουτσώφ. Τότε αρχίζει μια σειρά επαφών για να δρομολογηθεί ο ερχομός του στην Ελλάδα. Η επίσκεψη του γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στη Βουδαπέστη ονόματι Παππάς στην Αθήνα για μία χειρουργική επέμβαση άνοιξε το δρόμο. Ο Παππάς μίλησε στον γιατρό Βασίλη Χατζηγιάννη, ο οποίος ήταν παράγοντας της … ΑΕΚ. Οι «κιτρινόμαυροι»  ενδιαφέρθηκαν για την απόκτησή του, όμως βρήκαν μπροστά τους τον Ολυμπιακό. Ο αείμνηστος εκδότης της εφημερίδας «ΦΩΣ», Θόδωρος Νικολαΐδης, σε συνεργασία με τον τότε παράγοντα των «ερυθρόλευκων»βιομήχανο Άγγελο Λαναρά και τον Δημήτρη Γλέζο (συντάκτης στη Δημοκρατική Αλλαγή και φανατικός Ολυμπιακός) , κινήθηκαν για την απόκτηση του.

Ο  τελευταίος με παρότρυνση και ενέργειες του πατριάρχη της αθλητικής δημοσιογραφίας ταξίδεψε στη Βουδαπέστη, χρησιμοποίησε τις επαφές του ξαδέλφου του, σύμβολου της ελληνικής αντίστασης κατά των Ναζί, Μανώλη Γλέζου, που είχε δίοδο επικοινωνίας με την Ουγγαρία και έπεισαν τον Γιουτσώφ να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού το 1964. Μάλιστα παρασκήνιο της εποχής αναφέρει πως το διαβατήριο του είχε φωτογραφία… κομμένη από ουγγρική εφημερίδα.

 

Τα εμπόδια και η απόπειρα φυγής

Ήταν τότε 22 ετών, από ελληνικά γνώριζε μόνον το… καλημέρα και το αφλάβητο και έμαθε όπως ο ίδιος παραδέχθηκε να διαβάζει από τις…εφημερίδες. Στην επιστροφή του στην Ελλάδα αρχικά βρήκε μπροστά του έναν δρόμο γεμάτο εμπόδια και δυσκολίες. Το ελληνικό ΥΠΕΞ δυσκολευόταν να δώσει βίζα στον Γιουτσώφ καθώς ίσχυε η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων και ιδιαίτερα (σλαβο)μακεδονικής καταγωγής. Για το λόγο αυτό, ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης! Ετσι, ο Μίκλος Γιουτσώφ (όπως τον αναφέρουν εκτός από το «Φως των Σπορ» και οι ουγγρικές εφημερίδες της εποχής, έγινε Μίκλος Νικολάϊ (από το δεύτερο παππού του) Γιουτσώφ και τελικά Νίκος Γιούτσος!!

Τα εμπόδια όμως συνεχίστηκαν και λίγο έλειψε να τον απομακρύνουν άμεσα από την Ελλάδα καθώς επιχείρησε λίγο καιρό μετά (αποτυχημένα λόγω έλλειψης διαβατηρίου), πριν ακόμα αγωνιστεί στην ομάδα του Πειραιά να επιστρέψει στην Ουγγαρία. Επίσης δεν είχε επιτραπεί να έρθει η επίσης με καταγωγή από σλαβόφωνη μακεδονική μειονότητα γυναίκα του – στην Ελλάδα. Απείλησε να πάει στην ουγγρική πρεσβεία και να ζητήσει πολιτικό άσυλο, για να κατοχυρώσει ό,τι και οι άλλοι Ελληνες πολίτες και σε συνέντευξή του το 1964 είχε απορρίψει τη φημολογία ότι η κίνηση αυτή συσχετιζόταν με οικονομικά κίνητρα, αντίθετα ανέφερε ως αιτία το γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν από ορισμένους παράγοντες του Ολυμπιακού, οι υποσχέσεις να του επιτραπεί να μεταβεί για οικογενειακούς λόγους ξανά στην Ουγγαρία αλλά και να μιλήσει με τους ανθρώπους της Τσέπελ για την οριστική λύση της συνεργασίας τους. Ειδικά το τελευταίο το θεωρούσε προσωπική υποχρέωση, με βάση τη στάση που κράτησαν οι ιθύνοντες της ομάδας σε σχέση με το ταξίδι του στην Ελλάδα, παρότι η Τσέπελ βρισκόταν σε περίοδο προετοιμασίας. «Αντιμετώπισαν το θέμα σαν άνθρωποι και όχι σαν παράγοντες (…) Τους υποσχέθηκα πριν φύγω ότι θα επέστρεφα, είτε για να πάρω την ελευθέρα μεταγραφή μου είτε για να παραμείνω εκεί», είχε πει ο Γιούτσος που από την άλλη δεν έκρυψε το πόσο εκτός ελληνικής πραγματικότητας ήταν τω καιρώ εκείνω. «Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο, έπαιζα άλλο ποδόσφαιρο. Οταν πρωτοήρθα εδώ έπαθα σοκ… Είδα ένα χάλι και ήθελα να φύγω! Δεν είχε νορμάλ γήπεδα εδώ. Δεν είχαμε σοβαρό χορτάρι. Δεν είχαμε καλά – καλά νορμάλ ποδοσφαιρικά παπούτσια. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές με την Ουγγαρία τότε».

 

Το ποδόσφαιρο νίκησε κατά κράτος την πολιτική και έγινε …ιαχή

Παρέμεινε αναγκαστικά χωρίς να μπορεί να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό, καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητάς του, περιοριζόμενος σε συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις πριν έρθει η μεγάλη εκείνη ημέρα του ντεμπούτου στθς  10 Ιανουαρίου 1965 στη Λεωφόρο, με τους δύο «αιωνίους» να αναδεικνύονται ισόπαλοι 1-1.

Ξεκίνησε τότε η σπουδαία 10ετία τόσο για τον ίδιο όσο και την ομάδα του μεγάλου λιμανιού  την οποία οδήγησε το 1964 στο πρώτο του πρωτάθλημα μετά από έξι χρόνια, ξεχωρίζοντας αμέσως με τις εμφανίσεις του: Είχε όμως να αντιμετωπίσει και έναν επιπλέον… εχθρό στις τάξεις των αντιπάλων.

«Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Ολοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες, όπως «Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις» και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!» είχε πει παρακτηριστικά ο Γιούτσος το οποίου η ποδοσφαιρική αξία ξεπέρασε και το εμπόδιο της καταγωγής του και της στέρησης διαβατηρίου τον εμπόδισε  για περίπου ένα χρόνο να αγωνιστεί στην εθνική Ελλάδας.

 

Εγραψε ιστορία με την ερυθρόλευκη  φανέλα του Ολυμπιακού τη δεκαετία του ’60 κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα Ελλάδας (1966,1967,1973,1974) και ισάριθμα Κύπελλα (1964,1968,1971,1973) ενώ σε 276 συμμετοχές πέτυχε 100 γκολ. Το 1974 αποχώρησε από τον Ολυμπιακό επεισοδιακά, αφού δεν ακολούθησε την αποστολή του για προετοιμασία στη Γερμανία, εξαιτίας αντιπαράθεσης με τον τότε προπονητή Λάκη Πετρόπουλο, πριν από τον χαμένο τελικό Κυπέλλου το 1974 με  αντίπαλο τον ΠΑΟΚ.

 

Την περίοδο 1974 – 1975 αγωνίστηκε με τη φανέλα του Εθνικού Πειραιά και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ένα χρόνο αργότερα (1976). Με την Εθνική ομάδα αγωνίστηκε 15 φορές και σημείωσε 7 γκολ, κάνοντας ντεμπούτο στις 23/5/1965 κόντρα στην ΕΣΣΔ εκτός έδρας, σε αγώνα για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1966.

 

 

Και το πλέον τρανό αποδεικτικό της μεγάλης ποδοσφαιρικής αξίας του Γιούτσου,  που σε 499 αγώνες  έστειλε την μπάλα στα αντίπαλα δίκτυα 211 φορές,  είναι η… θρυλική ιαχή «έμπαινε, Γιούτσο». Που μνημονεύεται μέχρι και σήμερα.

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News