Μάικλ Τζόρνταν: Η μοναξιά έχει θεϊκή υπόσταση

Ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν όσο πιο κοινωνικός γινόταν στο All Star Game του ΝΒΑ στο Κλίβελαντ. Παρ’ όλα αυτά, ήταν τερατωδώς μόνος του.

Η συγκυρία, στο πλαίσιο του All Star Game στο Κλίβελαντ του Οχάιο, ήταν πελώρια. Οι 76 κορυφαίοι παίκτες όλων των εποχών τιμήθηκαν φορώντας φανταστικά σακάκια, τα οποία θα τους θυμίζουν για πάντα αυτήν τη διάκριση. Οι συναντήσεις ανάμεσα στους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών στο ΝΒΑ δεν ήταν μόνο ένα υπερθέαμα δίχως να χρειαστεί να κουνηθούν από τις θέσεις τους, απλώς υπάρχοντας ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά έβγαλαν… γούστα και ισορροπίες. Ο Κέβιν Γκαρνέτ και ο Πολ Πιρς, δίπλα δίπλα, έκαναν ότι δεν είδαν και δεν άκουσαν όταν παρουσιάστηκε ο Ρέι Άλεν και τον χαιρέτησε ο ΛεΜπρόν Τζέιμς. Ο Άλεν Άιβερσον, ο Ντουέιν Γουέιντ και ο Ρέτζι Μίλερ ήταν μαζί στο σχολιασμό του παιχνιδιού. Ο Όσκαρ Ρόμπερτσον συζητούσε με τον μόνο παίκτη δυνητικά της σειράς του, τον Τζέρι Γουέστ.

Και όταν παρουσιάστηκε ο Μάικλ Τζόρνταν, η διαφορά έγινε εμφανής. Διαβαίνοντας τελευταίος το δρόμο , για να ολοκληρωθούν οι παρόντες στο Κλίβελαντ, ο έξι φορές πρωταθλητής του ΝΒΑκαι λελογισμένος ως ο κορυφαίος παίκτης μπάσκετ όλων των εποχών, άφησε το στίγμα του -κι ούτε καν το επεδίωξε.

 

Η αύρα του εμμενή

Ένα εγωτιστικό μεγαλείο

Οι κλεψιγαμίες του Μάικλ Τζόρνταν ήταν και είναι γνωστές στους πάντες. Η αθεμιτουργία του, ενεργών συνεχώς για την επιβεβαίωσή του, ακόμα περισσότερο. Ο πρωταθλητής του ΝΒΑ με τους Σικάγο Μπουλς, από το 1991 έως το 1993 και από το 1996 έως το 1998, δεν πιάστηκε ποτέ κορόιδο. Από την αρχή της καριέρας του ως και τώρα, οι νίκες και τα χρήματα ήταν το φόρτε του -και η αποδόμηση των επικριτών του υπήρξε εξαιρετικά εύκολη. Το όχημα του δισεκατομμυριούχου προέδρου των Χόρνετς, που πια έχουν πάρα πολλές πιθανότητα να φτάσουν στα play off του NBA, δουλεύει δίχως καν να χρειάζεται επισκευή εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.

Ο Τζόρνταν δεν ήταν ο μεγαλύτερος από τους 76 και θα τολμούσε κάποιος να πει ότι, Γουέστ και Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ παρόντων, δεν ήταν καν ο ευσεβέστερος. Αλλά ακόμα και σε αυτήν την εκδήλωση, την πολύ φιλική, μια ένωση διαφορετικών γενεών που άφηνε συγκινημένες προσωπικότητες όπως ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ, ο πιο σπουδαίος και ταυτοχρόνως αμφιλεγόμενος άνθρωπος που έπιασε ποτέ την πορτοκαλί μπάλα υπήρξε ακριβώς ό,τι ήταν στο παρκέ: εκφοβιστικός και μεγαλειώδης, εκπορευόμενος του ιλιγγιώδους εγωτισμού του και των εμμονών του, οι οποίες τον έκαναν και τον διατηρούν, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, που θέλουν τα χρόνια να περνούν και τις εικόνες να σβήνουν, ένα μύθο που ταίρι δεν έχει.

Συγκεκριμένες εικόνες το αναδεικνύουν. Ο Τζόρνταν, σε αντίθεση με τον Μάτζικ Τζόνσον -που με κάποιον τρόπο νιώθει ακόμη υπόλογος στους Λέικερς και το σόουταϊμ, τουλάχιστον στη διάσταση που αφορά τον κόσμο- δεν έψαξε τον τρόπο να γίνει φιλικός. Εμφανίστηκε, όπως πάντα, ορμητικός και χειμαρρώδης, όπως ο Ίαν ΜακΚέλεν στον «Ριχάρδο τον τρίτο», δίχως φίλτρα που δεν χρειαζόταν απλώς για να γίνει αρεστός. Με τον Σκότι Πίπεν, που βγήκε στο αντάρτικο και… έφαγε την κεφάλα του αφ’ ης στιγμής τέθηκε εναντίον του, να μένει στο σπίτι, ο Τζόρνταν, ανάμεσα σε οικεία και όχι τόσο γνώριμά του πρόσωπα, έλαμπε, όχι, όμως, όπως το φως της μέρας, αλλά σαν αστεροειδής στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν περιέφερε, δηλαδή, ένα ψευδεπίγραφο κάποιου που δεσμεύεται να διαφημίσει τον εαυτό του και τους συναδέλφους του εν είδει χολιγουντιανών αστέρων, αλλά γινόταν απευθείας, χωρίς οποιαδήποτε δευτερολογία, το πρόσωπο που αναζητούσε η κάμερα και που κέντριζε το ενδιαφέρον χωρίς το στόχο να τα καταφέρει. Συνέβη αυτομάτως.

Η συνάντηση με τον ΛεΜπρόν

Μια αγκαλιά αλλιώτικη από τις άλλες

Αν και δεν ήταν έκδηλο, γινόταν να ανιχνευθεί ότι, όπου κι αν βρισκόταν, κάθε στιγμή, ένα πέπλο αμηχανίας σκέπαζε το χώρο. Είτε επρόκειτο για το «ένας εναντίον ενός», που προκάλεσε τον Μάζικ να παίξουν, είτε για το τετ α τετ με τον ΛεΜπρόν Τζέιμς με τη ζεστή αγκαλιά και τη χειραψία με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ουδείς ήταν προετοιμασμένος για αυτήν τη συνάντηση.

Ειδικά στην περίπτωση του ΛεΜπρόν, με τον οποίο είχε μια φαινομενικά ένθερμη ομιλία, φάνηκε ότι ο τελευταίος ένιωθε ότι σε ακριβώς αυτό το πεδίο ήταν δεύτερος σε σημασία -και αυτό το έδειχνε δίχως να μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο Τζόρνταν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη θέση του στην ανδρική κυριαρχία, τον κατατρόπωσε: ο Τζέιμς έμοιαζε συνεχώς ένα βήμα πίσω, σαν να τον ακολουθούσε υπνωτισμένος και δίχως να κάνει αλλιώς. Στη γλώσσα σώματος του Air Mike, η αβρότητα και η διακριτικότητα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τέτοιες ή παρεμφερείς συναντήσεις (αν συμφωνήσει, βεβαίως, ο αναγνώστης ότι αυτή η συνάθροιση ήταν μοναδική στην ιστορία του ΝΒΑ και δεν την πλησιάζει καν η μάζωξη των 50 στο All Star Game του 1997), δεν υπάρχουν ούτε ως λέξεις ούτε ως έννοιες. Εκ κλίσεως, άλλωστε, δείχνει να τις αμφισβητεί, αλλά είναι ο μόνος που μπορεί να το κάνει, εκείνος που δεν έχει την ανάγκη να νιώθει ότι χρειάζεται να δίνει λογαριασμό για το πώς και πότε θα κινείται, με ποιον θα μιλάει και τι θα λέει. Είναι ένα είδος αμετροεπούς σοφίας.

Μόνο μία φορά έμοιαζε να τηρεί τις διαστάσεις των απαιτητών για μια τέτοια εκδήλωση, δηλαδή του συμβιβασμού: όταν πήρε στην αγκαλιά του τη Βανέσα Μπράιαντ.

Η κατανόηση

Ένα κενό που τους σκοτώνει

Οι ανταποκρίσεις έφερναν τους παλαίμαχους, αλλά και εν ενεργεία, του ΝΒΑ να μνημονεύουν τον Κόμπι Μπράιαντ, η φιλοσοφία του οποίου στο παρκέ ήταν συμπίπτουσα και συγκλίνουσα με εκείνη του Τζόρνταν. Ο Κόμπι λείπει σε όλους, αλλά τα ξημερώματα της Δευτέρας στο «Rocket Mortgage» και σε μία πόλη που ο πρόδρομός του στοίχειωσε με την παρουσία του, είτε πρόκειται για το «Shot» του 1989, εκείνο του 1993, στη «σκούπα» των Μπουλς στον πρώτο γύρο των play off, είτε για την τους 69 πόντους που πέτυχε απέναντι στους Καβαλίερς και προσυπέγραψε το ατομικό ρεκόρ του, ο Μπράιαντ ήταν μάλλον απαραίτητος, προκειμένου να αντιπαρατάξει τη δική του φυσιογνωμία απέναντι στον άνθρωπο που, στον αγωνιστικό χώρο, θαύμασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Όλοι φαντάζονταν ότι ο Μπράιαντ θα απέφευγε οποιονδήποτε χαριεντισμό που προσιδιάζει σε δουλικότητα, εκτός αν το έδαφος ήταν γόνομο, και πως, εν πάση περιπτώσει, θα αντέτασσε τη δική του προσωπικότητα απέναντι στο ίνδαλμά του. Δυστυχώς, η ζωή… ξεσκίστηκε σε ό,τι αφορά την αρρωστημένη φαντασία και ο Κόμπι δεν μένει πια εδώ, αλλά έχει αφήσει στο πόδι του τη Βανέσα, που ουδενός ορρωδεί και αυτό έγινε κατανοητό από τη συμπεριφορά όλων προς το πρόσωπό της, η οποία -πρέπει να της κατοχυρωθεί ως παράσημο- δεν ενείχε στοιχεία συγκαταβατικότητας και συμπόνιας.

Έτσι, ο Μάικλ Τζόρνταν έμεινε μόνος, απέναντι σε όλους, να μη λογοδοτεί για τη μοναξιά του, η οποία στην περίπτωσή του έχει θεϊκή υπόσταση. Έδειχνε, από την αρχή ως το τέλος της παρουσίας του, ότι δεν είχε ανάγκη να κολακέψει, αλλά όχι και να μην επαινεθεί. Μοσχοβολούσε (ή βρομοκοπούσε) σιγουριά η εμφάνισή του, όπως κάποιος που είναι ο οικοδεσπότης μιας γιορτής και που γνωρίζει ότι δίχως εκείνον θα είχε χάσει μπόλικο από το συμβολισμό της.

Κι ενώ δεν είναι γνωστό σε ποια υπαρξιακά τριπάκια έχει μπει, αναγνωρίζοντας την έλλειψη φίλων, παρά μόνο αυλικούς, με τις «δεξιότητες» της ολιγολογίας και το καταφατικό νεύμα της κεφαλής, δεν γίνεται να παραγνωριστεί ότι από την αρχή έως το τέλος της παρουσίας του στο Κλίβελαντ έμοιαζε άφθαρτος, ακριβώς όπως περιφερόταν στα παρκέ.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News