Μάικλ Τζόρνταν: Για ποιο λόγο οποιαδήποτε σύγκριση έχει αναστέλλουσα δύναμη

Η φαντασία δεν πρέπει να είναι απεριόριστη για να «δεις» τον Μάικλ Τζόρνταν να καγχάζει με τις συζητήσεις για τη μείωση των παιχνιδιών της κανονικής περιόδου στο NBA.

Η ιδέα που έπεσε στο τραπέζι για το NBA, προκειμένου να «κοντύνει» η σεζόν, είναι απότοκο του κορονοϊού. Το 2020, η Covid-19 έριξε φαρδύπλατο το πέπλο τρόμου της πάνω και στον αθλητισμό, πλην της υπαρξιακής αναθεώρησης, και τα Playoffs έγιναν σε «φούσκα», με τους Λέικερς να επικρατούν. Την επόμενη χρονιά, εξαιτίας του «απλώματος» της σεζόν, τα παιχνίδια έγιναν 72 και φέτος η σεζόν κύλησε κανονικά, με 82 παιχνίδια συν τα Playoffs. Η μείωση των παιχνιδιών της κανονικής διάρκειας έπεσε στο τραπέζι, με τον κομισάριο του NBA, Άνταμ Σίλβερ, να φαίνεται ότι δεν το συζητάει, δεν το απέκλεισε πάντως. Εξαιτίας έλλειψης θεμάτων, τα δίκτυα ασχολήθηκαν και με αυτό το ζήτημα. Παλαίμαχοι τέθηκαν εναντίον του συγκεκριμένου εγχειρήματος ή τάχθηκαν υπέρ του. Από τη μία πλευρά, υποστηρίζεται ότι τα ιερά τέρατα του αμερικανικού μπάσκετ μπορούν να βασίζονται, εν είδει επιχειρήματος για το μεγαλείο τους, και στη διάρκειά τους. Από την άλλη, αναφέρεται ότι οι κατοχές στην επίθεση ανά ομάδα είναι 20 περισσότερες σε σχέση με πριν από μια εικοσαετία, οπότε η φθορά είναι πολύ μεγαλύτερη στο κορμί. Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν απαγορεύεται να αγγίξεις τον επιθετικό, οπότε δεν συγκρίνεται η σωματική ζημιά από την τριβή με εκείνη από τις περισσότερες επιθέσεις.

Όπως και να έχει, ακόμα κι αν δεν γίνει την επόμενη ή τη μεθεπόμενη περίοδο, πιθανότατα κάποια στιγμή θα μειωθεί η σεζόν. Αυτό θα γίνει παρ’ ότι είναι σχεδόν κανόνας να ξεκουράζονται οι franchise players χωρίς να έχουν προβλήματα τραυματισμών και παρά το γεγονός ότι κάθε δυνατός επιστήμονας που μπορεί να βοηθήσει στην παράταση μιας καριέρας έχει θέση σε ομάδα του NBA.

Κάτι που, βεβαίως, φέρνει στο νου τον Μάικλ Τζόρνταν. Δηλαδή, τον κορυφαίο όλων των εποχών.

 

Η λύσσα του Μάικλ Τζόρνταν ήταν το παράσημό του

Είναι φυσιολογικό τα ινδάλματα της εφηβείας να έχουν κατοχυρώσει τη θέση τους στις οροφές των μυαλών εκείνων που ερωτεύτηκαν την ομορφιά (τους). Στην περίπτωση του Τζόρνταν, όμως, υπάρχουν συγκεκριμένα επιχειρήματα, ανεξαρτήτως αν θα είναι σωστή απόφαση ή όχι η μείωση παιχνιδιών, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να αναχαιτισθούν, διότι τα διέπει πληρότητα. Ο χρόνος επίθεσης, παραδείγματος χάρη, δεν έχει μειωθεί, ενώ τα μαρκαρίσματα έχουν μαλακώσει και σε αυτήν την περίπτωση το πλεονέκτημα έχουν οι παίκτες με τις περισσότερες δεξιότητες. Ο Τζόρνταν, θα πρέπει να θυμηθεί ο αναγνώστης, ήταν κατά ακόμα και της τριγωνικής επίθεσης στο σετ παιχνίδι, ενώ ήταν τόσο γρήγορος που δεν θα ετίθετο ζήτημα να βρίσκεται στο παρκέ για δέκα περισσότερες κατοχές σε σχέση με εκείνες που γίνονταν τη σεζόν 1988-89, αφού τότε οι Σικάγο Μπουλς είχαν περίπου 95 κατοχές ανά παιχνίδι: σημείωσαν ανά μέσο όρο 106,4 πόντους, ενώ θα σημείωναν 109,1 αν είχαν 100 κατοχές.

Η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη, αναλογικά με το ξύλο που έτρωγε κάθε βράδυ ο παικταράς με το νούμερο 23 είναι αμελητέα. Επιπλέον, ο Τζόρνταν δεν έβγαινε από το παρκέ, για κανένα λόγο και σε κανένα παιχνίδι. Όποιος έχει παρακολουθήσει το «Last Dance» θα θυμάται την ευθύνη που πήρε να παίξει παρά το σπασμένο χέρι του, ενώ ο πρόεδρος των Μπουλς, Τζέρι Ράινσντορφ, έτρεμε κάποια υποτροπή. Ο Τζόρνταν έπαιξε 82 παιχνίδια σε 8 σεζόν στην καριέρα του, έπαιξε 81 σε μία, 80 σε άλλη και 78 σε ακόμα μία. Διάολε, την τελευταία περίοδό του στο μπάσκετ, δηλαδή το 2002-03, έπαιξε σε 67 ματς. Στα Playoffs, βεβαίως, δεν έχασε παιχνίδι. Έπαιξε τραυματισμένος, άρρωστος, στα όρια της εξάντλησης.

Επιπλέον, ότι έπαιζε έμοιαζε δευτερεύον σε σχέση με τον τρόπο που έπαιζε. Γι’ αυτό δεν χρειάζονται πολλά λόγια: η ανάμνηση του ίδιου και του Σκότι Πίπεν να πρεσάρουν σε όλο το γήπεδο στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, το 1992, ήταν έντονη. Ο Τζόρνταν δεν «λούφαρε» στην άμυνα ούτε αρκούνταν να είναι τοπ αμυντικός σε σετ παιχνίδι. Ουσιαστικά, πλειστάκις αναγκαζόταν (και κυρίως ήθελε) να πρεσάρει σαν μανιασμένος σε όλο το γήπεδο και να στέλνει τον αντίπαλό του σε παγίδες. Ήταν τέτοια η λύσσα του να μαρκάρει, που πλέον αυτή η συμπεριφορά, η λογική του σε ένα παιχνίδι μπάσκετ, κρίνεται ως παράδοξη και πάντως όχι κάτι που κάνουν τα μεγάλα ονόματα του μπάσκετ. Το DNP πάει… σύννεφο στην εποχή μας και μόνο παίκτες όπως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και ο Λούκα Ντόντσιτς, αλλά και ο Στεφ Κάρι σε ένα βαθμό, επιδιώκουν να βρίσκονται στο παρκέ κάθε φορά που είναι διαθέσιμοι.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής: οι Μπουλς επρόκειτο να παίξουν στο Σιάτλ απέναντι στους Σόνικς στο τελευταίο παιχνίδι τους πριν το All Star Game του 1997 και οι δύο ομάδες είχαν να συναντηθούν από τους τελικούς του 1996. Ο Τζορτζ Καρλ είχε κάνει, μερικές μέρες πριν, μια δήλωση ότι «ο Τζόρνταν προστατεύει τον εαυτό του πολύ περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά». Αν αυτό λεγόταν φέτος από κάποιον προπονητή, θα περίμενε κάποιος ότι ο παίκτης στον οποίο απευθυνόταν δεν θα έπαιζε σε πολλά παιχνίδια. Αντιθέτως, ο Καρλ εννοούσε ότι ο Τζόρνταν έκανε περισσότερα τζαμπ σουτ (!) από τα προηγούμενα χρόνια μέσα στο παιχνίδι. Αυτή ήταν η προστασία και όχι το DNP. Αυτό δεν εμπόδισε τον Τζόρνταν να το πάρει προσωπικά και να βάλει 45 πόντους με 19 στα 28 σουτ, 17 στα 25 δίποντα και 2 στα 3 τρίποντα και μόνο 5 στις 6 βολές. Μέχρι να πάνε στη Σάρλοτ, για το All Star Game, έπαιξαν άλλα δύο παιχνίδια στη Δύση, στις 4 και τις 5 Φεβρουαρίου και μετά το ματς της 9ης υποδέχθηκαν τους Χόρνετς στο γήπεδό τους στις 11. Τώρα, το διάλειμμα για το All Star Game κρατάει μία εβδομάδα!

Ο Τζόρνταν δεν ήταν απλώς ένας παροιμιώδης σκόρερ και ο αναμφισβήτητα περισσότερο μονομανής ηγέτης στην Ιστορία του μπάσκετ -και ενδεχομένως όλων των ομαδικών σπορ. Ήταν δαιμονισμένος μέσα στο παρκέ και έπαιζε κάθε φορά σαν ρολίστας που είχε υπογράψει δεκαήμερο συμβόλαιο και κάθε λεπτό θα μπορούσε να σημαίνει την παραμονή του. Το ίδιο έκανε και ο Κόμπι Μπράιαντ αργότερα, αν και οι τραυματισμοί του (με εκείνον στον αχίλλειο, όταν σούταρε τις δύο βολές και έπειτα αποχώρησε) ήταν πολύ περισσότεροι από τον πρόγονό του. Εκείνο το διαβολεμένο κέφι του Τζόρνταν, η τάση για εκδίκηση, τα φαντασιωτικά κίνητρα, δεν υπάρχουν πια, παρ’ ότι πολλοί προσπαθούν να συντηρήσουν τη λογική πίσω από αυτά.

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News