ΟΣΚΑΡ ΡΟΜΠΕΡΤΣΟΝ: Ο πρώτος «βασιλιάς» των Μπακς γιορτάζει (vids, pics)

Τα 83α του γενέθλια του, κατά ουκ ολίγους, κορυφαίου μπασκετμπολίστα όλων των εποχών, που οδήγησε πριν από μισό αιώνα τη σημερινή πρωταθλήτρια του ΝΒΑ ομάδα του Γιάννη Αντεντοκούμπο στον πρώτο και μοναδικό της μέχρι πριν από έξι μήνες τίτλο στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη

Το ημερολόγιο έγραφε 24 Νοεμβρίου 1938 όταν στην πόλη Σάρλοτ της πολιτείας του Τενεσί γεννήθηκε ένας μύθος του μπάσκετ.

Ο Όσκαρ Πάλμερ Ρόμπερτσον βίωσε τη φτώχια της διαλυμένης, από το Κραχ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αμερικής, με την οικογένεια του, όταν ήταν 18 μηνών, να μετακομίζει στην Ιντιανάπολη με την ελπίδα της αναζήτησης μιάς ευκαιρίας για…ζωή, κι έκανε τα πρώτα του βήματα σε ένα οικοδόμημα χτισμένο για να διαμένουν μαύροι. Αν και οι περισσότεροι συνομήλικοί του ασχολούνταν με το μπέιζμπολ, ο ίδιος από την πρώτη στιγμή  λάτρεψε την μπάλα του μπάσκετ γιατί ήταν «το παιχνίδι των φτωχών παιδιών», όπως έλεγε.

Επειδή, όμως, η οικογένειά Ρόμπερτσον δεν είχε χρήματα για να του αγοράσει μία κανονική μπάλα μπάσκετ, έμαθε να σουτάρει πετώντας μπαλάκια του τένις σε ένα καλάθι συλλογής ροδάκινων, το οποίο βρισκόταν στο πίσω μέρος του πατρικού του σπιτιού.

Mr Basketball από τα εφηβικά του χρόνια

Είχε την τύχη να συνεργαστεί στο Λύκειο Crispus Attucks στην Ινδιανάπολη, όπου φοίτησε με τον Ρέι Κρόου  ο οποίος τον δίδαξε (προφανώς επιτυχημένα) τα βασικά του αθλήματος και διαμόρφωσε, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, την αγωνιστική νοοτροπία του μετέπειτα μεγάλου και τρανού μαθητή του.  Η συνύπαρξή τους συνδυάστηκε με τα πρωταθλήματα πολιτείας του 1955 και 1956, στα οποία ο Όσκαρ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν τα πρώτα στην ιστορία για την εν λόγω ομάδα  όμως, οι πολιτικοί επικεφαλής της πόλης μάζεψαν τους μαύρους αθλητές του λυκείου και τους οδήγησαν εκτός πόλης για να γιορτάσουν τον τίτλο, γιατί «οι μαύροι θα διέλυαν την πόλη με τα πάρτι τους». Σκόραρε 24 πόντους ανά παιχνίδι και τις δύο χρονιές, το κοντέρ έγραψε 62 νίκες και μόλις 1 ήττα (31-1  και 31-0 αντίστοιχα) για την ομάδα του που είχε άλλους τέσσερις έγχρωμους συμπαίκτες. Ανακηρύχθηκε κορυφαίος παίκτης – Mr. Basketball – της πολιτείας της Ιντιάνα, με την ομάδα του να πραγματοποιεί ρεκόρ συνεχόμενων νικών (45-0).

Τα επιτεύγματά του, του εξασφάλισαν μία θέση στο πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, όπου συνέχισε να κυριαρχεί και στις δύο πλευρές του γηπέδου, βελτιώνοντας παράλληλα όλες τις δεξιότητες του. Στα τρία χρόνια παραμονής του (1957-1960) στο κολλέγιο,  κατέρριπτε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Τρεις φορές πρώτος σκόρερ και κορυφαίος παίκτης στο ΝCAA (1958, 1959, 1960), ο «Big O» οδηγώντας το Σινσινάτι σε ρεκόρ 79-9 ετύχαινε 33.8 πόντους ανά παιχνίδι, αριθμός που αποτελούσε την κορυφαία επίδοση στην ιστορία του κολλεγιακού μπάσκετ, μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Πιτ Μάραβιτς και εκτόξευσε την επίδοση στους 44.2.

Ο μέσος όρος πόντων του είναι ο 3ος υψηλότερος στην ιστορία του κολεγιακού πρωταθλήματος. Όμως, οι μέρες του στο κολέγιο ήταν γεμάτες από ρατσιστική αντιμετώπιση. Ήταν ο 5ος μαύρος παίκτης στην ιστορία του Σινσινάτι και πάρα πολύ συχνά κατά τα ταξίδια του κολεγίου του για αγώνες, αναγκαζόταν να κοιμάται σε φοιτητικούς κοιτώνες και όχι σε ξενοδοχεία μαζί με την υπόλοιπη ομάδα. Ο ρατσισμός ήταν ο πιο σκληρός του αντίπαλος έξω από τα γήπεδα. Εκείνες όμως οι σκληρές εμπειρίες στα φοιτητικά του χρόνια, τον έκαναν πιο δυνατό, αλλά και πιο σκληρό.

Πρώτο βιολί στην κορυφαία ερασιτεχνική εθνική όλων των εποχών

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960. Οδήγησε τις Η.Π.Α. στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης ως αρχηγός της ομάδας, μαζί με τον Τζέρι Γουέστ. Οι Η.Π.Α.  έφθασαν αήττητες ως το χρυσό, κερδίζοντας τους αγώνες με διαφορά 42.4 πόντων μέσο όρο. Ήταν το βασικό… τριάρι της ομάδας, έπαιζε και πλέι μέικερ,  και πρώτος της 1ος σκόρερ μαζί με τον Τζέρι Λούκας. Η ομάδα αυτή θεωρείται  εκείνη με το μεγαλύτερο ταλέντο όλων των εποχών (τουλάχιστον ως εκείνη του το 1992 στη Βαρκελώνη) και κορυφαία ερασιτεχνική εθνική τους ομάδα και οι 12 (δέκα εκ των οποίων έπαιξαν στο NBA, και 4 μπήκαν στο Hall of Fame) έπαιζαν ακόμη στο κολέγιο. Δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ που είχε προηγηθεί (11 Απριλίου), όπου επιλέχθηκε στο νούμερο 1 από τους Σινσινάτι Ρόγιαλς ( μετέπειτα Σακραμέντο Κινγκς) αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον συμπαίκτη του στο ολυμπιακό έπος της Ρώμης και θρύλο των Los Angeles Lakers, Γουέστ.

Έπεσε σαν κεραυνός στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου. Στην πρώτη του χρονιά στο NBA, είχε με μέσους όρους σχεδόν τριπλ-νταμπλ (30.5 πόντους, 10.1 ριμπάουντ και 9.7 ασίστ).  Αναδείχθηκε προφανώς ρούκι της χρονιάς, στην καλύτερη πεντάδα, στο all-star game, αλλά οι Ρόγιαλς είχαν ρεκόρ μόλις 33-46.

Ο πρώτος και μοναδικός ως αυτόν τον αιώνα με τριπλ- νταμπλ μέσο όρο

Η ιστορία γράφτηκε με χρυσά γράμματα την επόμενη χρονιά, 1961-62. Σε μία μοναδική παράσταση, τελείωσε τη χρονιά με μέσους όρους τριπλ-νταμπλ, 30.8 πόντων, 11.4 ασίστ και 12.5 ριμπάουντ ανά αγώνα. Έσπασε και το ρεκόρ ασίστ σε μία μοιράζοντας 899, 184 περισσότερες από τον Μπομπ Κούζι, που είχε το ρεκόρ. Πέτυχε κάτι πρωτοφανές στην ιστορία του  θεσμού και χρειάστηκε να περάσει μισός αιώνας για να το επανάλβει κάποιος άλλος ( ο Ράσελ Γουέστεμπρουκ τη σεζόν 2016-17). Να τελειώσει χρονιά με μέσους όρους τριπλ-νταμπλ. Κι όμως δεν αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της σεζόν στο ΝΒΑ.  Ήταν παρόλα αυτά  ο απόλυτος αστέρας της ομάδας του. Οι συμπαίκτες του ζούσαν με το φόβο μήπως τον απογοητεύσουν και, βρουν το μπελά τους. Οι προπονητές πάσχιζαν να τον βάλουν σε καλούπια, προκειμένου να ελέγξουν (ευτυχώς, δίχως επιτυχία), όσο το δυνατόν περισσότερο και πιο αποτελεσματικά, την αδάμαστη φύση του και το εξωπραγματικό του ταλέντο. «Ο Όσκαρ ήταν έτη φωτός μακριά μας. Δε μπορούσαμε να πλησιάσουμε στο επίπεδό του. Όμως, εξαιτίας του μεγαλείου του, δεν ήθελε κανένας μας να τον απογοητεύσει», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του πριν από αρκετό καιρό, ο πρώην συμπαίκτης του, Γουέιν Έμπρι.

Η κυριαρχία του συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά με 28.3 πόντους, 10.4 ριμπάουντ και 9.5 ασίστ κσι έφθασε την ομάδα του στους τελικούς Ανατολής, όπου ηττήθηκαν σε 7 αγώνες από τους Σέλτικς του Ράσελ.

Τη σεζόν 1963-64, οι Ρόγιαλς για πρώτη φορά είχαν κι άλλους καλούς παίκτες τον Τζέρι Λούκας,  το ρεκόρ τους ανέβηκε στο 55-25 με τον Ρόμπερτσον να πετυχαίνει 31.4 πόντους και μαζεύει 9.9 ριμπάουντ και να δίνει 11.0 ασίστ ανά αγώνα, κερδίζοντας τον τίτλο του MVP της χρονιάς για πρώτη και τελευταία φορά στην καριέρα του. Ήταν ο μόνος αθλητής, εκτός των Τσάμπερλεν και Ράσελ, που από το 1960 μέχρι το 1968 πήρε τίτλο MVP. Στα πλέι οφς κέρδισε τους Σίξερς του Τσάμπερλεν, αλλά αποκλείστηκε από τους Σέλτικς του Ράσελ. Οι Ρόγιαλς τα επόμενα 6 χρόνια είχαν πολλά αγωνιστικά προβλήματα με τον Ρόμπερτσον να μην καταφέρνει να τους οδηγήσει πέρα από τον πρώτο γύρο των πλέι οφς.

 

Το καλοκαίρι πριν τη σεζόν 1970-71 οι Ρόγιαλς έστειλαν τον Ρόμπερτσον στους Μιλγουόκι Μπακς ως αντάλλαγμα για τους… Φλιν Ρόμπινσον και Τσάλι Πολκ. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν ότι ο Μπομπ Κούζι, προπονητής τους τότε, ζήλευε τη δημοσιότητα που έπαιρνε ο Ρόμπερτοσν. Στον Ρόμπερτσον αυτό στοίχισε αρκετά και δήλωσε: «Νομίζω ότι ο Κούζι έκανε λάθος και δεν θα το ξεχάσω ποτέ».

Όμως, στην ομάδα του Μιλγουόκι,  πλάι στον νεαρό… Λιου Άλσιντορ (μετέπειτα Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ), είχαν ρεκόρ 66-16 και κατέκτησαν τον τίτλο του 1971, τον μοναδικό στην καριέρα του Ρόμπερτσον. Μπορεί να μην αναδείχθηκε MVP των Τελικών (το βραβείο κέρδισε ο Λιου Άλτσιντορ), όμως, ήταν από τους βασικούς συντελεστές του θριάμβου, με 4-0 στις νίκες, κόντρα στους Baltimore Bullets ( που μετονομάστηκα αργότερα Washington Wizards), σκοράροντας 23.5 πόντους ανά παιχνίδι.

 

Με μέσο όρο καριέρας 30.5 πόντους  είναι  3ος στην ιστορία του NBA για ρούκι. Τις 6 από τις πρώτες 7 χρονιές στη διοργάνωση  είχε επίσης πάνω από 30 πόντους μέσο όρο. Μόλις δύο παίκτες στην ιστορία ( οι Μάικλ Τζόρνταν και  Τσάμπερλεϊν) έχουν περισσότερες χρονιές από εκείνον με μέσο όρο μεγαλύτερο των 30 πόντων.

Τις πρώτες 5 χρονιές του στο NBA είχε 30.3 πόντους, 10.4 ριμπάουντ και 10.6 ασίστ μέσο όρο σε περισσότερα από 400 παιχνίδια. Ρεκόρ που κανείς δεν μπόρεσε να σπάσει. Και μάλιστα σε μια εποχή χωρίς τρίποντα  ενώ  ξεπέρασε τις 10 ασίστ μέσο όρο τα πρώτα 9 χρόνια της καριέρας του   όταν μια πάσα μετρούσε ως τελική μόνο  όταν  ο παίκτης που την υποδεχόταν έβαζε καλάθι  δίχως να κάνει ντρίμπλα. Έγινε ο κορυφαίος γκαρντ σκόρερ του θεσμού με συνολικό απολογισμό 26.710  πόντους επίδοση που τον φέρνει στην 15η θέση  στην Ιστορία του ΝΒΑ. Με μέσο όρο 25,7 πόντους τη σεζόν  είναι ο 7ος στη σχετική λίστα όλων των εποχών  από τους μπασκετμπολίστες που έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση  ενώ καταλαμβάνει ακόμα την 7η θέση στις ασίστ με 9.887.

Το 1967-68 έγινε ο 1ος από τους δύο μόλις παίκτες στην ιστορία του NBA, που ήταν την ίδια χρονιά 1οι σκόρερ και 1οι πασέρ της λίγκας (μόνον ο Νέιτ Άρτσιμπαλντ έχει πετύχει κάτι ανάλογο). Δεν πήρε τον τίτλο του 1ου σκόρερ και πασέρ εκείνη τη χρονιά, καθώς το NBA, μέχρι και την επόμενη σεζόν, έδινε τον τίτλο στον παίκτη με το μεγαλύτερο σύνολο πόντων κι όχι σ’ εκείνον με τον μεγαλύτερο μέσο όρο.  Σ’ αυτόν αποδίδεται και το περίφημο «fadeaway shot» καθώς είναι ο πρώτος που εισήγαγε την κίνηση στο πρωτάθλημα. Υπήρξε ένα νέο είδος περιφερειακού κάνοντας στην εντέλεια τα πάντα στο παρκέ.  Είναι δίχως αμφιβολία  ο πρώτος  τρανός combo guard του παγκόσμιου μπάσκετ.

 

Εγκατέλειψε την ενεργό δράση το 1974, σε ηλικία 36 ετών. Τόσο οι Κινγκς και οι Μπακς όσο και το πανεπιστήμιό του, απέσυραν τις φανέλες με το νούμερό του (14, 1 και 12 αντίστοιχα), ενώ από το 1998, το ετήσιο βραβείο για τον καλύτερο παίκτη στο NCAA φέρει το όνομά του (Oscar Robertson Trophy). Αφοσιώθηκε στον αγώνα για τη βελτίωση της ζωής και των συνθηκών διαβίωσης εκατοντάδων χιλιάδων Αφροαμερικανών συμπολιτών του αποδεικνύοντας ότι πέραν του τίτλου του κορυφαίου αθλητή είχε και τη διάσταση σπουδαίου ατόμου.

 

 

Παίκτης του αιώνα ο «Big O»

Ο «Big O», όπως τον αποκαλούσαν, έχει αναδειχτεί «Παίκτης του Αιώνα» το 2000 από την Εθνική Ομοσπονδία Προπονητών, ενώ το SLAM το 2003 τον κατατάσσει 3ο καλύτερο παίκτη όλων των εποχών πίσω από τους Μάικλ Τζόρνταν και Ουίλτ Τσάμπερλεν. Το ESPN το 2006 τον ανέδειξε 2ο καλύτερο πλέι μέικερ όλων των εποχών, πίσω από τον Μάτζικ Τζόνσον. Το 1997 δώρισε τον ένα νεφρό του στην κόρη του Τία, η οποία είχε νεφρική ανεπάρκεια ενώ πρίν από μία τριετία έβγαλε  για άγνωστο λόγο σε δημοπρασία τα προσωπικά αντικείμενα  και φυσικά έγιναν ανάρπαστα. Πούλησε 51 προσωπικά του κειμήλια από τη μεγάλη του πορεία στο μπάσκετ. Ανάμεσα τους και το δαχτυλίδι του… πρωταθλητή με το Μιλγουόκι  το οποίο πουλήθηκε πιο ακριβά (91.137 δολάρια). Δεύτερο στη λίστα ήρθε το δαχτυλίδι που του δόθηκε το 1980 για την είσοδό του στο hall of fame  (60.659 δολάρια), ενώ μία φανέλα του από τη σεζόν 1973-1974 στοίχησε στον τυχερό συλλέκτη που την απέκτησε τότε 50.131.

Μνημονεύεται κάθε φορά που ένας περιφερειακός πετύχει κάτι σημαντικό στο πρωτάθλημα, δείχνει πολλά: «Ήταν ο πρώτος από τον Ρόμπερτσον που…» ή «έγινε ο δεύτερος μαζί με τον Ρόμπερτσον που…». Δεν είναι λίγοι  εκείνοι που τον θεωρούν ως τον πιο πλήρη και καλύτερο παίκτη όλων των εποχών.

 

«Ο Κόμπι, ο ΛεΜπρον, είναι πολύ καλοί παίκτες, χωρίς αμφιβολία. Όμως είναι αυτό που τα ESPN όλου του κόσμου προωθούν. Το έχουν ανάγκη να προωθούν αυτούς τους παίκτες. Το καταλαβαίνω. Πάντα λένε ποιος είναι ο καλύτερος και ρωτάνε τύπους που δεν ήταν εδώ και δεν έχουν δει τους μισούς να παίζουν, λες και όλα ξεκίνησαν ξαφνικά τώρα» τόνισε ο ίδιος. Για να προσθέσει: «Όμως τους αναγνωρίζω αυτό. Κάνουν τα παιδιά αυτά να μοιάζουν τόσο γοητευτικά που είναι σαν να είναι καλύτεροι απ’ όλους τους υπόλοιπους. Όμως, εδώ υπήρχε ένας τύπος (σ.σ. ο Τσάμπερλεν) που είχε 50 πόντους και 25 ριμπάουντ μέσο όρο. Εγώ είχα μέσο όρο τριπλ νταμπλ για μια χρονιά (σ.σ. όπως είπαμε στην πραγματικότητα είχε συνολικά στα 5 πρώτα χρόνια της καριέρας του). Και μάλιστα τριπλ-νταμπλ την ώρα που βάζω 30 πόντους (σ.σ. και χωρίς τρίποντο και με μόλις 18 σουτ ανά αγώνα). Τώρα οι παίκτες κάνουν τριπλ νταμπλ με 10 πόντους»..

«Δεν αμφισβητεί κανείς ότι παιδιά όπως ο Κόμπι, ο ΛεΜπρον, ο Κρις Πολ θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον καθένα. Αλλά υπάρχουν τύπου που βάζουν έναν και δύο πόντους και παίρνουν 5 εκατομμύρια δολάρια. Και άλλοι που παίρνουν 1 εκατομμύριο και δεν μπαίνουν καν στο ματς. Και νομίζουν ότι τους αξίζει κιόλας».

Ουδέποτε είχε την ευκαιρία να προπονήσει κάποια ομάδα ή να γίνει τζένεραλ μάνατζερ: «Ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία για μια τέτοια θέση. Η ζωή συνεχίζεται. Αλλά όπως ο ελέφαντας, ποτέ δεν ξεχνάς. Απλώς θυμάσαι τι έγινε και συνεχίζεις» έλεγε και ξανάλεγε αυτός ο κολοσσός του μπάσκετ  που όμως δεν ήταν ποτέ το αγαπημένο παιδί του NBA γιατί  πάντα έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους και πάντα… ήταν μαύρος. Πολύ κακός ως και …απαράδεκτος συνδυασμός  επί δεκαετίες. «Όταν ένας παίκτης δεν μπορεί να κάνει κάτι, τότε του φτιάχνουν μια θέση. Δεν μπορεί να κάνει ντρίμπλα, τότε είναι σούτινγκ γκαρντ». Ο Ρόμπερτσον ήταν απλώς γκαρντ. Όμως τι γκαρντ!!!

 

Τη χρονιά που πήρε το πρωτάθλημα, ίσως έπαιζε στην καλύτερη ομάδα όλων των εποχών. Οι Μπακς τότε είχαν ρεκόρ 65-11, μέχρι τα τελευταία 6 παιχνίδια που ο Λάρι Κοστέλο δεν χρησιμοποίησε τους βασικούς με αποτέλεσμα να χάσουν 5 από αυτά για το 66-16. Πόσο καλός ήταν ο Ρόμπερτσον; «Είναι τόσο καλός που με τρομάζει», είπε κάποτε ο Ρεντ Αουερμπαχ ενώ σύμφωνα με τον Τζέρι Λούκας:«Ήταν εξωπραγματικός, πολύ μπροστά από την εποχή του. Δεν έχει υπάρξει πιο πλήρης παίκτης από τον Όσκαρ».

 

 

 

 

Ακολουθείστε τo SPORTDAY.GR στο Google News